Επιμέλεια:Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος, Λ. Ραλλίδης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
|
||||
Αυξάνει το οπλοστάσιο των φαρμάκων για τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και διατηρημένο κλάσμα εξώθησης?
Οι ανταγωνιστές των αλατοκορτικοειδών έχουν δείξει κλινικό όφελος σε πάσχοντες από καρδιακή ανεπάρκεια με χαμηλό κλάσμα εξώθησης (ΚΕ). Στη μελέτη FINEARTS-HF αξιολογήθηκε η κλινική επίδραση της φινερενόνης σε πάσχοντες με καρδιακή ανεπάρκεια με ελαφρά ελαττωμένο ή διατηρημένο ΚΕ. Συμμετείχαν 6.001 ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και ΚΕ ≥40% οι οποίοι τυχαιοποιήθηκαν σε φινερενόνη σε δόση 20 mg ή 40 mg ημερησίως ή σε εικονικό φάρμακο, με πρωταρχικό τελικό σημείο την επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας (επίσκεψη στα επείγοντα ή μη-προγραμμματισμένη νοσηλεία λόγω καρδιακής ανεπάρκειας). Σε διάμεση παρακολούθηση 32 μηνών η χορήγηση φινερενόνης σχετίστηκε με μείωση κατά 16% στην εμφάνιση του πρωταρχικού τελικού σημείου και κατά 18% στα περιστατικά επιδείνωσης της καρδιακής ανεπάρκειας. Το φάρμακο σχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο υπερκαλιαιμίας. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι η χορήγηση φινερενόνης σε ασθενείς με ελαφρά ελαττωμένο ή διατηρημένο ΚΕ οδηγεί σε κλινική βελτίωση με μείωση των περιστατικών επιδείνωσης του συνδρόμου που χρήζουν ιατρικής υποστήριξής σε νοσοκομειακό περιβάλλον. (Solomon SD, McMurray JJV, Vaduganathan M, et al. N Engl J Med. 2024. doi: 10.1056/NEJMoa2407107. Epub ahead of print)
|
Ποιά η επίδραση των GLP1 αγωνιστών στην εμφάνιση κακοήθειας σε ασθενείς με διαβήτη?
Η παχυσαρκία έχει συνδεθεί με την εμφάνιση 13 διαφορετικών κακοηθειών και με χειρότερη πρόγνωση. Οι GLP1 αγωνιστές που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔτ2) βοηθούν στην απώλεια περιττού σωματικού βάρους. Στην παρούσα αναδρομική μελέτη αξιολογήθηκε η επίδραση της αντιδιαβητικής θεραπείας με ινσουλίνη, μετφορμίνη ή GLP1 αγωνιστές στην εμφάνιση κακοήθειας που σχετίζεται με την παχυσαρκία. Αξιολογήθηκαν 1.651.452 ασθενείς με ΣΔτ2, μέσης ηλικίας 59 ετών, χωρίς ιστορικό κακοήθειας στην αρχική αξιολόγηση οι οποίοι παρακολουθήθηκαν σε βάθος 15ετίας. Βρέθηκε ότι η χορήγηση GLP1 αγωνιστών έναντι της ινσουλίνης οδήγησε σε μείωση στην εμφάνιση 10 εκ των 13 μελετηθέντων κακοηθειών (κακοήθεια χοληδόχου κύστης, παγκρέατος, ήπατος, ωοθηκών, παχέος εντέρου, οισοφάγου, ενδομητρίου, νεφρού, πολλαπλού μυελώματος και μηνιγγιώματος). Αντίστοιχη συσχέτιση υπήρχε και για τη μετφορμίνη (με εξαίρεση την κακοήθεια του νεφρού), αλλά στατιστικά ήταν μη-σημαντική. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η χορήγηση αγωνιστών της GLP1 σε ασθενείς με ΣΔτ2 οδηγεί σε μειωμένη επίπτωση ορισμένων τύπων κακοηθειών που σχετίζονται με την παχυσαρκία και προτείνουν περαιτέρω κλινική έρευνα για την πρόληψη εμφάνισης κακοήθειας στον πληθυσμό. (Wang L, Xu R, Kaelber DC, et al. JAMA Netw Open. 2024 Jul;7:e2421305)
|
|||
Ποιά είναι η επίδραση του olpasiran στα επίπεδα της λιποπρωτεΐνης (α) μετά τη διακοπή της θεραπείας?
Το olpasiran είναι ένα μικρό παρεμβαλόμενο RNA (siRNA) που εμποδίζει τη σύνθεση της λιποπρωτεΐνης (α) [Lp(a)]. Η μελέτη OCEAN(a)-DOSE αξιολόγησε την επίδραση διαφορετικών δοσολογικών σχημάτων του olpasiran στα επίπεδα της Lp(a) για συνολικά 36 εβδομάδες θεραπείας. Στην παρούσα ανάλυση εκτιμήθηκε το χρονικό διάστημα για την επάνοδο των επιπέδων της Lp(a) στην αρχική τους τιμή μετά τη διακοπή της θεραπείας καθώς και η μακροπρόθεσμη ασφάλεια της αγωγής. Συμμετείχαν 276 ασθενείς με συνολική παρακολούθηση 86 εβδομάδων κατά μέσο όρο (τουλάχιστον 24 επιπλέον εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας). Για τους συμμετέχοντες που έλαβαν δόση 75 mg olpasiran κάθε 12 εβδομάδες η μεταβολή της Lp(a) από τα αρχικά επίπεδα ήταν -76,2%, -53,0%, -44,0%, και -27,9% σε 60, 72, 84 και 96 εβδομάδες αντίστοιχα (p < 0,001). Η αντίστοιχη μεταβολή για συμμετέχοντες που έλαβαν τη μέγιστη δόση των 225 mg ήταν -84,4%, -61,6%, -52,2% και -36,4%. Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι το olpasiran αποτελεί έναν ισχυρό αναστολέα σύνθεσης της Lp(a) με παρατεταμένη δράση που οδηγεί σε μείωση των επιπέδων της κατά 40-50% περίπου ένα έτος μετά τη διακοπή της θεραπείας. (O’Donoghue ML, Rosenson RS, López JAG, et al. J Am Coll Cardiol. 2024;84:790-797) |
Σχετίζονται οι δείκτες φλεγμονής και μεταβολισμού των λιπιδίων με την πρόβλεψη του καρδιαγγειακού κινδύνου σε βάθος 30ετίας?
Τα επίπεδα της υψηλής ευαισθησίας CRP (hs-CRP), της LDL-χολ και της λιποπρωτεΐνης (α) [Lp(a)] σχετίζονται με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε βάθος 10ετίας, εντούτοις, δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με περισσότερο μακροπρόθεσμη πρόγνωση καρδιαγγειακών επεισοδίων, ιδιαίτερα στις γυναίκες. Στην παρούσα μελέτη μετρήθηκαν οι δείκτες αυτοί σε 27.933 υγιείς γυναίκες στις ΗΠΑ, μέσης ηλικίας 55 ετών, οι οποίες παρακολουθήθηκαν για 30 έτη με πρωταρχικό τελικό σημείο την εμφάνιση μειζόνων καρδιαγγειακών επεισοδίων ή καρδιαγγειακού θανάτου. Κατά την περίοδο παρακολούθησης καταγράφηκαν 3.662 καρδιαγγειακά επεισόδια. Τα υψηλότερα επίπεδα των δεικτών που μετρήθηκαν σχετίζονταν με αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου κατά 70% για την hs-CRP, 36% για την LDL-χολ και 33% για την Lp(a) συγκριτικά με τα χαμηλότερα επίπεδα. Η αξιοποίηση και των τριών βιοδεικτών παρείχε το ακριβέστερο προγνωστικό μοντέλο. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι μια μέτρηση των βιοδεικτών φλεγμονής και μεταβολισμού των λιπιδίων σε φαινομενικά υγιείς γυναίκες επιτρέπει την μακροπρόθεσμη πρόβλεψη του καρδιαγγειακού κινδύνου πέραν της δεκαετίας, επιτρέποντας επέκταση των στρατηγικών καρδιαγγειακής πρόληψης. (Ridker PM, Moorthy MV, Cook NR, et al. N Engl J Med. 2024. doi: 10.1056/NEJMoa2405182. Epub ahead of print) |
|||
Υπάρχει διαφορά στον καρδιαγγειακό κίνδυνο των πασχόντων από οικογενή υπερχοληστερολαιμία ανάλογα με το φύλο?
Στο πλαίσιο της μελέτης SAFEHEART σε άτομα με γενετικά επιβεβαιωμένη ετερόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία (HeFH), αξιολογήθηκε η επίδραση του φύλου στον μακροπρόθεσμο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Σε αυτή την πολυκεντρική, προοπτική μελέτη στην Ισπανία συμμετείχαν 1898 γυναίκες και 1608 άνδρες μέσης ηλικίας 46 ετών, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο για 10 έτη. Κατά την αρχική αξιολόγηση ποσοστό 6,8% των γυναικών και 18,9% των ανδρών είχαν ήδη καρδιαγγειακή νόσο, ενώ κατά την παρακολούθηση καταγράφηκε η εμφάνιση νέου καρδιαγγειακού επεισοδίου σε ποσοστό 7,1% των γυναικών και 13,8% των ανδρών. Η μέση ηλικία πρώτης εμφάνισης καρδιαγγειακού επεισοδίου ήταν περίπου τα 61 έτη στις γυναίκες και τα 50 έτη στους άνδρες, ενώ οι άνδρες εμφάνιζαν κατά 90% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων και 74% μεγαλύτερη καρδιαγγειακή θνητότητα συγκριτικά με τις γυναίκες. Συμπερασματικά, ο καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι σημαντικά χαμηλότερος στις γυναίκες έναντι των ανδρών με HeFH, στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν στη διαστρωμάτωση κινδύνου των πασχόντων. (de Isla LP, Vallejo-Vaz AJ, Watts GF, et al. Lancet Diabetes Endocrinol. 2024;12:643-652) |