Μηνιαία Ενημέρωση Μαΐου 2025

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, MD, PhD, Καρδιολόγος,
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών,
Υπεύθυνος Λιπιδαιμικού Ιατρείου Ευρωκλινικής Αθηνών

Λ. Ραλλίδης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

Ποιά είναι η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια του νεώτερου από του στόματος αναστολέα της PCSK9?

Πολλοί υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου ασθενείς αδυνατούν να πετύχουν τον στόχο της LDL-χολ με την τρέχουσα υπολιπιδαιμική θεραπεία. Στη φάσης 2 πολυκεντρική μελέτη PURSUIT εκτιμήθηκε η επίδραση του νεώτερου υπολιπιδαιμικού φαρμάκου AZD0780, ενός από του στόματος (po) χορηγούμενου αναστολέα της PCSK9, σε 426 ασθενείς μέσης ηλικίας 62 ετών με LDL-χολ από 70 έως 190 mg/dL υπό μέτριας ή υψηλής ισχύος θεραπεία με στατίνη με ή χωρίς εζετιμίμπη. Οι συμμετέχοντες τυχαιοποιήθηκαν σε ημερήσια λήψη 1, 3, 10 ή 30 mg AZD0780 ή σε εικονικό φάρμακο για 12 εβδομάδες και αξιολογήθηκε η βιοχημική αποτελεσματικότητα, η ασφάλεια και η ανοχή στο νέο φάρμακο. Βρέθηκε ότι η χορήγηση των διαφόρων δοσολογικών σχημάτων του AZD0780 οδήγησε σε περαιτέρω ελάττωση των επιπέδων της LDL-χολ κατά 35,3%, 37,9%, 45,2% και 50,7% για τα διάφορα δοσολογικά σχήματα έναντι του εικονικού φαρμάκου, ανεξάρτητα από την ένταση της αρχικής υπολιπιδαιμικής αγωγής. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν στατιστικά παρόμοιες ανάμεσα στους ασθενείς που έλαβαν AZD0780 και εικονικό φάρμακο. Συμπερασματικά, η po χορήγηση του νεώτερου αναστολέα της PCSK9, AZD0780, οδηγεί σε σημαντική και δοσοεξαρτώμενη ελάττωση της LDL-χολ χωρίς να εμφανίζει ζητήματα ασφάλειας.

(Koren MJ, Vega RB, Agrawal N, et al. J Am Coll Cardiol. 2025:S0735-1097(25)05907-8)

Ποιός είναι ο δια βίου κίνδυνος εμφάνισης περιφερικής αρτηριακής νόσου?

Η περιφερική αρτηριακή νόσος (ΠΑΝ) έχει σημαντικές κλινικές επιπτώσεις, αλλά τα στοιχεία για την επίπτωσή της είναι ανεπαρκή. Σε αυτή την εθνική μελέτη κοορτής από τη Δανία συμμετείχαν 4.275.631 άτομα ηλικίας 40-99 ετών που μελετήθηκαν από το 1998 έως το 2018. Σε παρακολούθηση περίπου 15 ετών 151.631 άτομα διαγνώσθηκαν με ΠΑΝ. Ο δια βίου κίνδυνος μετά την ηλικία των 40 ετών υπολογίσθηκε σε 11,6%, αν και εμφάνιζε διαχρονική ελάττωση από το 12,9% την περίοδο 1998-2002 στο 10,7% από το 2013 έως το 2018. Ο κίνδυνος εμφάνισης ΠΑΝ ήταν μεγαλύτερος στους άνδρες και σε άτομα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και χαμηλότερο εισόδημα. Στο πρώτο έτος μετά τη διάγνωση της πάθησης ποσοστό 21,4% των ασθενών υπεβλήθη σε επέμβαση επαναγγείωσης, 8% σε επέμβαση μείζονος ακρωτηριασμού και 16,2% είχε πεθάνει, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στην 5ετία ήταν 26,4%, 10,8% και 40,8% αντίστοιχα. Το ποσοστό ακρωτηριασμού και η θνητότητα εμφάνιζαν σημαντική συσχέτιση με την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των ασθενών. Οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι ένας στους 10 Δανούς θα διαγνωσθεί με συμπτωματική ΠΑΝ στη διαδρομή της ζωής του, μια κατάσταση που συνοδέυεται από σημαντική νοσηρότητα και θνητότητα στην 5ετία.

(Søgaard M, Behrendt CA, Eldrup N, et al. Eur Heart J. 2025;46:1206-1215)

Υπερέχει η έγκαιρη συνδυαστική χορήγηση στατίνης με εζετιμίμη της μονοθεραπείας με στατίνη μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου?

Η συνδυαστική υπολιπιδαιμική θεραπεία με στατίνη και εζετιμίμπη είναι περισσότερο αποτελεσματική από τη μονοθεραπεία με ισχυρή στατίνη. Εντούτοις, οι κατευθυντήριες οδηγίες προτείνουν τη σταδιακή ενίσχυση της θεραπείας σε ασθενείς που έχουν υποστεί οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου (ΟΕΜ), αν και τελικώς ποσοστό <20% επιτυγχάνει τους στόχους για την LDL-χολ με μονοθεραπεία. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε η επίδραση της πρώιμης έναντι καθυστερημένης συγχορήγησης εζετιμίμπης στην κλινική πορεία των ασθενών μετά το ΟΕΜ. Αξιοποιήθηκαν δεδομένα από 35.826 συμμετέχοντες στο SWEDEHEART registry, μέσης ηλικίας 65 ετών, εκ των οποίων 16,9% έλαβε εζετιμίμπη πρώιμα μετά το ΟΕΜ (εντός 12 εβδομάδων), 18,1% καθυστερημένα (από 13 εβδομάδες έως 16 μήνες) και  65% παρέμεινε σε μονοθεραπεία με ισχυρή στατίνη. Σε παρακολούθηση 4ετίας η επίπτωση μειζόνων καρδιαγγειακών επεισοδίων ανά 100 ασθενείς/έτη ήταν 1,79 για την πρώιμη χορήγηση συνδυαστικής θεραπείας, 2,58 για την καθυστερημένη χορήγηση και 4,03 για τη μονοθεραπεία με στατίνη. Η αναλογία κινδύνου στην 3ετία ήταν κατά 14% μεγαλύτερη για την καθυστερημένη χορήγηση εζετιμίμπης και κατά 29% μεγαλύτερη για τη μη-χορήγηση, έναντι της έγκαιρης έναρξης συνδυαστικής θεραπείας. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι η συνδυαστική θεραπεία ισχυρής στατίνης με εζετιμίμπη το συντομότερο δυνατό μετά από ένα ΟΕΜ θα πρέπει να υιοθετηθεί ως σύσταση από τις κατευθυντήριες οδηγίες ως κλινικά επωφελής τακτική.

(Leosdottir M, Schubert J, Brandts J, et al. J Am Coll Cardiol. 2025;85:1550-1564)

Ποιά είναι η σχέση ανάμεσα στη λιποπρωτεΐνη (α) και στο σακχαρώδη διαβήτη στην πρωτογενή πρόληψη της στεφανιαίας νόσου?

Τόσο τα αυξημένα επίπεδα της λιποπρωτεΐνης (α) [Lp(a)], όσο και η παρουσία σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) αποτελούν ανεξάρτητους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, δεν είναι όμως γνωστό αν η Lp(a) τροποποιεί τη συσχέτιση του ΣΔ με την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου (ΣΝ). Στην ανάλυση αυτή αξιοποιήθηκαν στοιχεία από 6668  άτομα με ελεύθερο ιστορικό για καρδιαγγειακή νόσο στην αρχική αξιολόγηση, οι οποίοι χωρίστηκαν σε 4 ομάδες: 1: Lp(a) < 50 mg/dL χωρίς ΣΔ, 2: Lp(a) ≥50 mg/dL χωρίς ΣΔ, 3: Lp(a) <50 mg/dL με ΣΔ και 4: Lp(a) ≥50 mg/dL με ΣΔ. Η Lp(a) και ο ΣΔ σχετίζονταν ανεξάρτητα με την αυξηση του κινδύνου εμφάνισης ΣΝ κατά 10% και 65% αντίστοιχα. Βρέθηκε όμως μια σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στους δύο παράγοντες κινδύνου: συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (ομάδα 1), οι συμμετέχοντες της ομάδας 2 εμφάνιζαν αύξηση του κινδύνου ΣΝ  κατά 29% και της ομάδας 3 κατά 52%. Η ομάδα 4 παρουσίαζε τον μεγαλύτερο κίνδυνο με αναλογία κινδύνου για εμφάνιση ΣΝ: 2,57. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η Lp(a) μπορεί να τροποποιεί τον κίνδυνο εμφάνισης ΣΝ από ΣΔ, ή το αντίθετο, η παρουσία ΣΔ να αυξάνει την επικινδυνότητα της Lp(a) σε άτομα με ελεύθερο καρδιολογικό ιστορικό, και προτείνουν περαιτέρω μελέτες αποσαφήνισης του μηχανισμού εμφάνισης ΣΝ σχετικά με αυτούς τους παράγοντες κινδύνου.

(Rikhi R, Haidar A, Bhatia HS, et al. Atherosclerosis. 2025;404:119179)

Ποιά είναι η μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια του lepodisiran στην ελάττωση της λιποπρωτεΐνης (α)?

Τα αυξημένα επίπεδα λιποπρωτεΐνης (α) [Lp(a)] σχετίζονται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Το lepodisiran είναι ένα μακράς δράσης μικρό παρεμβαλλόμενο RNA που ελαττώνει την ηπατική σύνθεση της απολιποπρωτεΐνης (α) [apo(a)] επιφέροντας μείωση των επιπέδων της Lp(a). Στη μελέτη ALPACA το φάρμακο δοκιμάστηκε σε 320 ενήλικες με διάμεση τιμή Lp(a) 254 nmol/L, σε υποδόρια έγχυση 16 mg, 96 mg ή 400 mg με επαναχορήγηση σε 180 ημέρες, καθώς και σε αρχική δόση 400 mg χωρίς επαναχορήγηση, και έγινε σύγκριση με εικονικό φάρμακο. Η μείωση της Lp(a) από την 60η έως την 180η ημέρα ήταν 40,8%, 75,2% και 93,9% για την αρχική δόση των 16, 96 και 400 mg αντιστοίχως. Η μείωση από την 30η έως την 360η ημέρα θεραπείας ήταν αντίστοιχα 41,2%, 77,2% και 94,8%, ενώ για τους ασθενείς που έλαβαν αρχικά 400 mg lepodisiran χωρίς επαναχορήγηση στις 180 ημέρες η ελάττωση της Lp(a)  ήταν 88,5%. Με εξαίρεση ήπιες και δοσοεξαρτώμενες τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης δεν καταγράφηκαν άλλες σοβαρές ανεπιθύμητες επιδράσεις από τη χορήγηση του φαρμάκου. Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι το lepodisiran οδηγεί σε δοσοεξαρτώμενη και μεγάλης διάρκειας μείωση των επιπέδων της Lp(a).

(Nissen SE, Ni W, Shen X, et al. N Engl J Med. 2025. doi: 10.1056/NEJMoa2415818)