Μηνιαία Ενημέρωση Αυγούστου 2025

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, MD, PhD, Καρδιολόγος
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Υπεύθυνος Λιπιδαιμικού Ιατρείου Ευρωκλινικής Αθηνών

Λ. Ραλλίδης, Καθηγητής Καρδιολογίας
Υπεύθυνος Υπολιπιδαιμικού Ιατρείου και Ιατρείου Πρώιμης Στεφανιαίας Νόσου
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

Σχετίζεται η λήψη στατινών με την κλινική πορεία ασθενών με ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής?

Το ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής (ΑΚΑ) συνοδεύεται από υψηλά ποσοστά θνητότητας επί ρήξης, και μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί φαρμακευτική αγωγή που να καθυστερεί το ρυθμό ανάπτυξής του. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε η επίδραση της θεραπείας με στατίνη στο ρυθμό ανάπτυξης, στην ανάγκη για παρέμβαση, στη ρήξη και στη θνητότητα ασθενών με ΑΚΑ. Αξιοποιήθηκαν δεδομένα από 998 άνδρες ασθενείς με ΑΚΑ (30-55 mm) που συμμετείχαν στην Viborg Vascular Screening trial (2008-2011) και στην Danish Cardiovascular Screening trial (2014-2018). Από καταγραφές του συστήματος υγείας της Δανίας αντλήθηκαν δεδομένα σχετικά με την έκβαση και τη φαρμακευτική αγωγή των συμμετεχόντων. Βρέθηκε ότι η χορήγηση στατινών σχετιζόταν με δοσοεξαρτώμενο τρόπο με μείωση του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΚΑ. Επιπλέον, κάθε διπλασιασμός δόσης στατίνης επέφερε μείωση κατά 18% στην ανάγκη χειρουργικής παρέμβασης και είχε ευνοϊκή επίδραση στην πιθανότητα ρήξης του ανευρύσματος ή θανάτου. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η χορήγηση υψηλής δόσης στατινών σε ασθενείς με ΑΚΑ σχετίζεται με μείωση του ρυθμού ανάπτυξης, της ανάγκης επέμβασης, της ρήξης και του θανάτου.

(Skovbo JS, Obel LM, Diederichsen ACP, et al. Circulation. 2025. doi: 10.1161/CIRCULATIONAHA.125.074544. Epub ahead of print)

Ποιά είναι η σχέση του αριθμού, του τύπου και του μεγέθους των apoB λιποπρωτεϊνών με τη στεφανιαία νόσο?

Η συγκέντρωση της απολιποπρωτεΐνης Β (apoB) αντανακλά το συνολικό αριθμό των αθηρογόνων λιποπρωτεϊνών, εντούτοις, δεν είναι γνωστό αν ο τύπος ή το μέγεθος των μορίων που περιέχουν apoB (apoB particles, apoB-P) έχει επιπρόσθετη προγνωστική αξία για την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου (ΣΝ). Αναλύθηκαν προοπτικά δεδομένα από 207.368 συμμετέχοντες της UK Biobank με στόχο την συσχέτιση λιποπρωτεϊνικών παραμέτρων με τον κίνδυνο εμφάνισης ΣΝ. Βρέθηκε ότι για κάθε αύξηση των apoB-P κατά μια σταθερή απόκλιση ο κίνδυνος εμφάνισης ΣΝ αυξανόταν κατά 33%. Ο αντίστοιχος κίνδυνος για αύξηση της VLDL ήταν 9% και για την LDL 24%. Η διάμετρος και το μέγεθος των apoB-P δεν βρέθηκε να σχετίζεται με ΣΝ μετά από ομαλοποίηση για τον αριθμό τους. Αντίθετα, η συσχέτιση με τα επίπεδα της λιποπρωτεϊνης (α) [Lp(a)] ήταν ισχυρή ακόμη και μετά την ομαλοποίηση αυτή (αύξηση του κινδύνου ΣΝ κατά 18%) και προσέθετε ανεξάρτητη προγνωστική αξία. Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι ο αριθμός των apoB-P, και όχι ο τύπος ή το μέγεθός τους, αντανακλά τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, ενώ τα αυξημένα επίπεδα Lp(a) επιτείνουν περαιτέρω τον κίνδυνο και πρέπει να συνεκτιμώνται στη διαστρωμάτωση κινδύνου.

(Morze J, Melloni GEM, Wittenbecher C, et al. Eur Heart J. 2025;46:2691-2701)

Ποιά είναι η συσχέτιση της λιποπρωτεΐνης (α) με την εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων σε άτομα με αυτοάνοσα νοσήματα?

Τα αυτοάνοσα νοσήματα σχετίζονται με συστηματική φλεγμονή που αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και επιπλέον μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των επιπέδων της λιποπρωτεΐνης (α) [Lp(a)]. Δεν είναι γνωστή η συσχέτιση ανάμεσα στα επίπεδα της Lp(a) με την εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων σε άτομα με αυτοάνοσα νοσήματα. Μελετήθηκαν 353.035 συμμετέχοντες της UK Biobank, εκ των οποίων 11.229 έπασχαν από αυτοάνοσα νοσήματα, όπως συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, ρευματοειδής αρθρίτιδα, ψωρίαση, κλπ. Σε παρακολούθηση 14 ετών κατεγράφησαν 19.091 μείζονα καρδιαγγειακά επεισόδια (θανατηφόρα και μη). Βρέθηκε ότι η παρουσία αυτοάνοσου νοσήματος σχετιζόταν με αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου κατά 30%, ενώ Lp(a) ≥125 nmol/L (ή >50  mg/dL) σχετίζονταν με 24% ανεξάρτητη αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Άτομα με αυξημένη Lp(a) και αυτοάνοσο νόσημα εμφάνιζαν αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου κατά 77% συγκριτικά με άτομα χωρίς αυτές τις παραμέτρους. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι οι αυτοάνοσες παθήσεις και τα αυξημένα επίπεδα Lp(a) έχουν ανεξάρτητη και επιπρόσθετη προγνωστική αξία για εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων.

(Alebna PL, Ambrosio M, Martin M, et al. Atherosclerosis. 2025;406:119244)

Πώς σχετίζεται ο υποκλινικός υπεραλδοστερονισμός με την εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων?

Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός σχετίζεται με δυσανάλογα αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Υπάρχουν στοιχεία ότι ηπιότερες μορφές υπερπαραγωγής αλδοστερόνης ανεξάρτητα από τα επίπεδα ρενίνης (υποκλινικός υπεραλδοστερονισμός) είναι συχνές στο γενικό πληθυσμό, χωρίς να είναι γνωστές οι κλινικές επιπτώσεις. Στη μελέτη αυτή αξιοποιήθηκαν δεδομένα από την κοορτή CARTaGENE σε άτομα ηλικίας 40 έως 69 ετών με μέτρηση των επιπέδων ρενίνης και αλδοστερόνης στην αρχική αξιολόγηση, που παρακολουθήθηκαν για 10 έτη και καταγράφηκε η εμφάνιση μειζόνων καρδιαγγειακών επεισοδίων (θανατηφόρων και μη). Το 27% των συμμετεχόντων εμφάνιζε αρτηριακή υπέρταση. Τόσο τα χαμηλά επίπεδα ρενίνης όσο και ο λόγος αλδοστερόνης προς ρενίνη σχετιζόταν με τον καρδιακό κίνδυνο με αναλογία κινδύνου 2,22 και 2,43 αντίστοιχα. Τα ευρήματα αυτά ήταν ανεξάρτητα από τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης (ΑΠ), ενώ δε βρέθηκε συσχέτιση με τα επίπεδα αλδοστερόνης ορού. Βρέθηκε ότι συγκέντρωση ρενίνης ≤4,0 ng/L και λόγος αλδοστερόνης προς ρενίνη ≥70 pmol/L ανά ng/L σηματοδοτούσαν σημαντική αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η παρουσία υποκλινικού υπεραλδοστερονισμού σχετίζεται με αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου ανεξάρτητα από την ΑΠ.

(Goupil R, Desbiens LC, Merabtine A, et al. Circulation. 2025:10.1161/CIRCULATIONAHA.124.073507)

Ποιά είναι η θέση της κολχικίνης στη μακροπρόθεσμη πρόληψη των αγγειακών επεισοδίων?

Πρόσφατες τυχαιοποιημένες μελέτες με χορήγηση κολχικίνης σε ασθενείς μετά από οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου (ΟΕΜ) ή ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ) έχουν δείξει ευνοϊκά αποτελέσματα για αυτό το παλαιό, ασφαλές και οικονομικό φάρμακο. Στην παρούσα μετα-ανάλυση αξιοποιήθηκαν δεδομένα από 6 τυχαιοποιημένες μελέτες με συνολικά 21.800 ασθενείς με ιστορικό κλινικά έκδηλης αγγειακής νόσου και παρακολούθηση τουλάχιστον για ένα έτος, προκειμένου να αξιολογηθεί η μακροπρόθεσμη επίδραση της κολχικίνης στην εμφάνιση καρδιαγγειακού θανάτου, ΟΕΜ, ΑΕΕ ή σε επέμβαση επαναγγείωσης των στεφανιαίων. Βρέθηκε ότι η χορήγηση κολχικίνης οδήγησε σε ελάττωση του πρωταρχικού τελικού σημείου κατά 25% σε βάθος ενός έως τριών ετών, χωρίς να καταγραφούν σημεία ασφάλειας. Συμπερασματικά, σε αυτή τη μετα-ανάλυση τυχαιοποιημένων μελετών μακροπρόθεσμης παρακολούθησης επιβεβαιώνεται η κλινική αξία της κολχικίνης στη δευτερογενή πρόληψη των καρδιαγγειακών επεισοδίων.

(Samuel M, Berry C, Dubé MP, et al. Eur Heart J. 2025;46:2552-2563)