Μηνιαία Ενημέρωση Μαΐου 2018

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος,
Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής,
Π.Γ.Ν.«Αττικόν»

Λ. Ραλλίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

Ι. Λεκάκης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

 

Λιποπρωτεΐνες πλούσιες σε τριγλυκερίδια και καρδιαγγειακός κίνδυνος

Γενετικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι λιποπρωτεΐνες πλούσιες σε τριγλυκερίδια (triglyceride-rich lipoprotein-cholesterol, TRL-C) αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Στην παρούσα post-hoc ανάλυση δεδομένων από τη μελέτη TNT (Treating to New Targets) αξιολογήθηκε η επίδραση των επιπέδων των TRL-C στην εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων σε πάσχοντες από στεφανιαία νόσο (ΣΝ) που λαμβάνουν στατίνη. Στη μελέτη συμμετείχαν 5.006 ασθενείς που τυχαιοποιήθηκαν στη λήψη 10 mg ατορβαστατίνης και 4.995 ασθενείς που έλαβαν 80 mg ατορβαστατίνης ημερησίως. Οι TRL-C υπολογίσθηκαν με αφαίρεση των επιπέδων της LDL-C και της HDL-C από την ολική χοληστερόλη. Φάνηκε ότι τα επίπεδα των TRL-C ελαττώθηκαν κατά 10,7% από την αρχική τιμή με χορήγηση 10 mg ατορβαστατίνης, ενώ η χορήγηση 80 mg ατορβαστατίνης οδήγησε σε επιπλέον ελάττωση κατά 15,4%. Η χορήγηση 80 mg ατορβαστατίνης έναντι 10 mg είχε ως αποτέλεσμα την ελάττωση του κινδύνου καρδιαγγειακών επεισοδίων στους συμμετέχοντες με αυξημένα επίπεδα TRL-C. Στην πολυπαραγοντική ανάλυση φάνηκε ότι η ελάττωση των TRL-C κατά μια σταθερά απόκλιση συνοδευόταν από μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου κατά 7% ανεξάρτητα από την ελάττωση των επιπέδων της LDL-C. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι τα επίπεδα των TRL-C σχετίζονται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο και ότι η ελάττωση των αυξημένων επιπέδων με χορήγηση στατινών σε πάσχοντες από ΣΝ οδηγεί σε κλινικό όφελος.

(Vallejo-Vaz AJ, Fayyad R, Boekholdt SM, et al. Circulation. 2018. pii: CIRCULATIONAHA.117.032318. doi: 10.1161/CIRCULATIONAHA.117.032318. [Epub ahead of print])

 

Ελάττωση επίπτωσης στεφανιαίας νόσου και θνητότητας με χορήγηση στατινών σε άτομα με οικογενή υπερχοληστερολαιμία

Η παρούσα ανάλυση αξιολόγησε την ελάττωση του σχετικού κινδύνου για εμφάνιση εμφράγματος μυοκαρδίου, επέμβασης επαναγγείωσης των στεφανιαίων αγγείων και στη συνολική θνητότητα με χορήγηση στατινών σε 1.559 πάσχοντες από ετερόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία (FH). Συνολικά 1.041 συμμετάσχοντες ελάμβαναν στατίνη, με λήψη 40 mg σιμβαστατίνης σε ποσοστό 23,1% και 40 mg ατορβαστατίνης σε ποσοστό 22,8%. Συγκριτικά με χορήγηση στατίνης, η μη-λήψη σχετιζόταν με εμφάνιση του τελικού σημείου 8,8 έναντι 5,3/1000 ανθρωπο-έτη και η χορήγηση στατίνης υπολογίσθηκε ότι ελαττώνει κατά 44% την πιθανότητα εμφάνισης κλινικά έκδηλης στεφανιαίας νόσου (ΣΝ) και θανάτου. Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι η χορήγηση μέτριας και μεγάλης ισχύος στατίνης σε πάσχοντες από ετερόζυγο FH είναι κλινικά επωφελής στην εμφάνιση ΣΝ και στη συνολική θνητότητα.

 
(Besseling J, Hovingh GK, Huijgen R, et al. J Am Coll Cardiol. 2016;68:252-260)

Συγχορήγηση βιταμίνης D με στατίνες

Η μακροχρόνια χορήγηση στατινών είναι κλινικά επωφελής, εντούτοις συχνά προκύπτουν ζητήματα συμμόρφωσης με την αγωγή και διακοπής της θεραπείας. Η παρούσα ανάλυση αξιολόγησε την επίδραση της συμπληρωματικής χορήγησης βιταμίνης D στη συμμόρφωση στη θεραπεία με στατίνη συγκριτικά με τη συγχορήγηση εικονικού φαρμάκου. Πρωταρχικά τελικά σημεία ήταν η συμμόρφωση με λήψη ≥80% της αγωγής και η μη-διακοπή με έλεγχο της συνταγογράφησης ανά 30 ημέρες. Συμμετείχαν 2.429 ασθενείς σε παρακολούθηση 24 μηνών, 1.243 εκ των οποίων έλαβαν 100.000 IU βιταμίνης D ανά μήνα. Συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο η χορήγηση βιταμίνης D βελτίωσε τα ποσοστά μη-διακοπής της στατίνης κατά 15%, ενώ στους ασθενείς που ελάμβαναν σιμβαστατίνη φάνηκε να βελτιώνει και τη συμμόρφωση στη θεραπεία. Οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι η συγχορήγηση βιταμίνης D με στατίνη βελτιώνει τη συμμόρφωση στη θεραπεία, ιδιαίτερα στη λήψη σιμβαστατίνης, και προτείνουν περαιτέρω μελέτη του ρόλου της βιταμίνης D ως συμπληρωματική θεραπεία.

(Wu Z, Camargo CA Jr, Khaw KT, et al. Atherosclerosis. 2018;273:59-66)

Υψηλή έναντι χαμηλής δόσης πιταβαστατίνη σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο

Σε πάσχοντες από καρδιαγγειακή νόσο προτείνεται η χορήγηση υψηλών δοσολογικών σχημάτων στατίνης. Στη μελέτη REAL-CAD αξιολογήθηκε η επίδραση διαφόρων δοσολογικών σχημάτων πιταβαστατίνης σε ασιάτες ασθενείς με στεφανιαία νόσο (ΣΝ). Συμμετείχαν 13.054 ασθενείς με επίπεδα LDL-C < 120 mg/dL που τυχαιοποιήθηκαν σε 1 mg  έναντι 4 mg πιταβαστατίνης. Πρωταρχικό σημείο της μελέτης ήταν το σύνθετο καρδιαγγειακού θανάτου, εμφράγματος μυοκαρδίου, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και νοσηλείας λόγω ασταθούς στηθάγχης. Μετά από μέση παρακολούθηση περίπου 4 ετών φάνηκε ότι η αυξημένη δόση πιταβαστατίνης ελάττωσε την LDL-C 14,7 mg/dL περισσότερο συγκριτικά με τη χαμηλή δόση και συνοδεύτηκε από ελάττωση της εμφάνισης του πρωταρχικού τελικού σημείου κατά 9%. Συμπερασματικά, η χορήγηση 4 mg έναντι 1 mg πιταβαστατίνης ελαττώνει περαιτέρω την εμφάνιση κλινικών επεισοδίων σε πάσχοντες από σταθερή ΣΝ.

(Taguchi I, Iimuro S, Iwata H, et al. Circulation. 2018;137:1997-2009)

Προσθήκη σωματικού βάρους μετά από τη διακοπή του καπνίσματος

Η παρούσα μελέτη αξιολόγησε τη συσχέτιση ανάμεσα στη διακοπή του καπνίσματος, τη μεταβολή του δείκτη μάζας-σώματος (ΔΜΣ) μετά τη διακοπή και την εμφάνιση εμφράγματος μυοκαρδίου (ΕΜ) και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (ΑΕΕ). Για το σκοπό αυτό αξιολογήθηκαν στοιχεία από 108.242 άνδρες χωρίς ιστορικό ΕΜ ή ΑΕΕ που κατηγοριοποιήθηκαν ως καπνιστές, πρώην καπνιστές με αύξηση του ΔΜΣ, ελάττωση του ΔΜΣ ή χωρίς μεταβολή του ΔΜΣ και μη-καπνιστές. Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για 7 έτη και φάνηκε ότι, συγκριτικά με τους καπνιστές, οι πρώην καπνιστές με αύξηση του ΔΜΣ εμφάνιζαν ελάττωση του κινδύνου για ΕΜ κατά 67% και για ΑΕΕ κατά 25%, ενώ αυτοί με μη-μεταβολή του ΔΜΣ κατά 45% και 25% αντίστοιχα. Οι μη-καπνιστές είχαν χαμηλότερο κίνδυνο κατά 63% για ΕΜ και 32% για ΑΕΕ συγκριτικά με τους καπνιστές. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η προσθήκη σωματικού βάρους μετά από τη διακοπή του καπνίσματος δε φαίνεται να εξουδετερώνει τα σημαντικά κλινικά οφέλη της διακοπής του τσιγάρου στην εμφάνιση ΕΜ και ΑΕΕ.

(Kim K, Park SM, Lee K. Eur Heart J. 2018;39:1523-1531)