Παράγοντες που τροποποιούν τον συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο

Δημήτρης Ρίχτερ, MD, FESC

Διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής Ευρωκλινικής Αθηνών

Εδώ και δεκαετίες, το αν κάποιος εξεταζόμενος θα λάβει αγωγή και συστάσεις για την πρόληψη ενός καρδιαγγειακού συμβάντος εξαρτάται από το συνολικό καρδιαγγειακό του κίνδυνο. Αυτός υπολογίζεται από το SCORE στην Ευρώπη και το ASCVD στις ΗΠΑ. Το κάθε ένα από αυτά είναι φτιαγμένο για τον πληθυσμό που απευθύνεται με πολλαπλές μεταξύ τους διαφορές. Αμφότερα όμως συμφωνούν πως πέραν από τους παράγοντες που εξετάζουν και για τους οποίους έχουν εξαιρετικά στατιστικά δεδομένα για το πόσο ανεβάζουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες οι οποίοι τροποποιούν το συνολικό κίνδυνο εφόσον ανευρεθούν και τον κάνουν υψηλότερο από ότι θα ήταν με την απλή μέτρηση του σκορ.

Στη λίστα αυτή τοποθετούνται η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, το οικογενειακό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου, η κοιλιακή παχυσαρκία, ο αυξημένος δείκτης μάζας σώματος, το σκορ ασβεστίου στην αξονική στεφανιογραφία, οι πλάκες στο τρίπλεξ καρωτίδων και το παθολογικό κνημοβραχιόνιος δείκτης (ΑΒΙ).

Ο μόνος γενετικά καθορισμένος δείκτης που χρησιμοποιείται στην κλινική πράξη συνήθως είναι ο προσδιορισμός της Lp (α), μιας αθηρογόνου λιποπρωτεΐνης, τα επίπεδα της οποίας είναι γενετικά καθορισμένα, δεν μπορούμε να τα επηρεάσουμε (εκτός από τη χρήση των PCSK9 αναστολέων που τη μειώνουν σε σημαντικό βαθμό), και απλά μας επιταχύνουν ή/και εντατικοποιούν τη χρήση υπολιπιδαιμικής αγωγής. Η σύσταση για έλεγχο της κυμαίνεται από μία φορά στη ζωή όλων για να γίνει μία καλή σταδιοποίηση κινδύνου μέχρι τον έλεγχο μόνο σε περιπτώσεις αμφιβολίας για το αν πρέπει να αρχίσει κανείς φαρμακευτική αγωγή και με πιο στόχο σε ασθενείς ενδιάμεσου κινδύνου.

Τα σκορ είναι εξαιρετικά στατιστικά εργαλεία αλλά δυσκολεύονται με λίγους δείκτες να αποτυπώσουν όλο το εύρος κινδύνου ενός εξεταζόμενου. Όσο λιγότερες οι μεταβλητές τόσο πιο εύχρηστο το σκορ και καλύτερα στατιστικά τεκμηριωμένο.