Μηνιαία Ενημέρωση Σεπτεμβρίου 2020

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής,
Π.Γ.Ν.«Αττικόν»

Λ. Ραλλίδης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

 

Η επίδραση της θεραπείας με στατίνη στη βαρύτητα και στην ανάρρωση από COVID-19

Η επίδραση της λήψης στατινών, αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης και ανταγωνιστών της αγγειοτασίνης ΙΙ στην κλινική πορεία των πασχόντων από νόσο από κορωνοΐό 2019 (COVID-19) είναι σημαντική, δεδομένου της συχνής χορήγησης αυτών των φαρμάκων σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Στην παρούσα αναδρομική μελέτη από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο San Diego της Καλιφόρνια αξιολογήθηκε η συσχέτιση ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες φαρμάκων και στη βαρύτητα και την ταχύτητα ανάρρωσης από την COVID-19. Αναλύθηκαν δεδομένα από 170 νοσηλευόμενους με COVID-19 και 5.281 νοσηλευόμενους χωρίς τη νόσο σε διάστημα 4 μηνών. Σοβαρή νόσος από COVID-19 (θάνατος ή νοσηλεία σε ΜΕΘ) καταγράφηκε σε ποσοστό 53% των θετικών νοσηλευόμενων ασθενών, με μέσο όρο χρονικού διαστήματος επιδείνωσης της κλινικής πορείας 2 ημέρες από την εισαγωγή. Ο μέσος χρόνος ανάρρωσης από COVID-19 ήταν 7 ημέρες. Βρέθηκε ότι ασθενείς που ελάμβαναν ήδη στατίνη προ της εισαγωγής είχαν 71% χαμηλότερη πιθανότητα σοβαρής νόσησης από COVID-19 και ταχύτερο διάστημα ανάρρωσης. Βρέθηκε επίσης στατιστικά μη-σημαντική τάση για ταχύτερη ανάρρωση με λήψη ανταγωνιστών της αγγειοτασίνης ΙΙ. Συμπερασματικά, η λήψη στατίνης για τουλάχιστον 30 ημέρες προ της εισαγωγής ασθενών με COVID-19 σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο βαρειάς νόσου και με ταχύτερη ανάρρωση.

(Daniels LB, Sitapati AM, Jing Zhang J, et al. Am J Cardiol. 2020;S0002-9149(20)30947-4)

 

Λομιταπίδη για την αντιμετώπιση ασθενών με ομόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία

Η λομιταπίδη είναι ένα νεώτερο υπολιπιδαιμικό φάρμακο που ελαττώνει την παραγωγή της LDL-χολ από το ήπαρ. Στο Κεμπέκ του Καναδά, περιοχή με σχετικά υψηλό επιπολασμό ομόζυγου οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας (HoFH), δοκιμάστηκε η χορήγηση λομιταπίδης πλέον της καθιερωμένης θεραπείας σε 12 ασθενείς σε τρία διαφορετικά κέντρα. Όλοι οι ασθενείς ελάμβαναν ήδη συνδυασμό στατίνης και εζετιμίμπης, ενώ 6 ασθενείς υποβάλλονταν σε συνεδρίες LDL κάθαρσης. Στην αναδρομική ανάλυση τα αποτελέσματα της θεραπείας περιγράφονται ως εξής: η λομιταπίδη οδήγησε σε περαιτέρω ελάττωση των επιπέδων της LDL-χολ κατά 38%. Ανεπιθύμητες ενέργειες από το πεπτικό σύστημα οδήγησαν σε διακοπή του φαρμάκου σε 3 ασθενείς. Τρεις ασθενείς ανέχθηκαν καλά τη λομιταπίδη σε δόση 5 έως 30 mg/ημέρα, ενώ στους υπόλοιπους συμμετέχοντες ήταν αναγκαία η ελάττωση της δόσης λόγω γαστρεντερικών διαταραχών ή αύξησης των ηπατικών ενζύμων, με τελικό αποτέλεσμα τη διακοπή της θεραπείας σε 2 εξ’ αυτών.  Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι η προσθήκη λομιταπίδης στην υπολιπιδαιμική θεραπεία πασχόντων από HoFH έχει ευνοϊκή επίδραση στα επίπεδα της LDL-χολ, αλλά η εμφάνιση γαστρεντερικών και ηπατικών διαταραχών περιορίζει τη συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία.

 

(Aljenedil S, Alothman L, Bélanger ΑΜ, et al.    Atherosclerosis.   2020;310:54-63)

 

Χορήγηση εβολοκουμάμπης σε παιδιατρικό πληθυσμό με ετερόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία

Η εβολοκουμάμπη, ένα ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα έναντι της PCSK-9, χρησιμοποιείται σε ενήλικες πάσχοντες από δυσλιπιδαιμία για ελάττωση των επιπέδων της LDL-χολ. Στην παρούσα ανάλυση αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα της χορήγησης εβολοκουμάμπης σε παιδιά ηλικίας 10-17 ετών με ετερόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία (HeFH). Συμμετείχαν 127 παιδιά υπό υπολιπιδαιμική θεραπεία για τουλάχιστον ένα μήνα και με επίπεδα LDL-χολ ≥ 130 mg/dL και τριγλυκερίδια ≤ 400 mg/dL. Οι συμμετέχοντες τυχαιοποιήθηκαν 2:1 σε μηνιαία υποδόρια χορήγηση 420 mg εβολοκουμάμπης ή σε εικονικό φάρμακο και παρακολουθήθηκαν για 24 εβδομάδες. Η μέση ελάττωση της LDL-χολ στο πέρας της παρακολούθησης ήταν 44,5% (απόλυτη τιμή 77,5 mg/dL) στην ομάδα της εβολοκουμάμπης έναντι 6,2% (9 mg/dL) στους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Η εβολοκουμάμπη επηρέασε ευνοϊκά και τις υπόλοιπες λιπιδαιμικές παραμέτρους, χωρίς αυξημένη επίπτωση ανεπιθύμητων ενεργειών από τη θεραπεία συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο.  Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η χορήγηση της εβολοκουμάμπης σε παιδιά με HeFH είναι αποτελεσματική στη βελτίωση των λιπιδαιμικών παραμέτρων.

 

(Santos RD, Ruzza A, Hovingh GK, et al.    N Engl J Med.  22020;383:1317-1327)

Επίπεδα LDL-χολ και καρδιαγγειακός κίνδυνος μετά από αγγειοπλαστική

Ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε αγγειοπλαστική στεφανιαίων βρίσκονται σε υψηλό κινδυνο εμφάνισης όψιμων καρδιαγγειακών επιπλοκών. Στη μελέτη αυτή αξιολογήθηκε η σχέση ανάμεσα στα επίπεδα της LDL-χολ 6 μήνες μετά από αγγειοπλαστική και την εμφάνιση μειζόνων καρδιαγγειακών επεισοδίων (καρδιαγγειακός θάνατος, έμφραγμα μυοκαρδίου, επέμβαση επαναγγείωσης, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο). Σε συνολικό αριθμό 47.884 ασθενών με ιστορικό αγγειοπλαστικής, ποσοστό 52% είχε υποβληθεί σε μέτρηση της LDL-χολ 6 μήνες μετά από την επέμβαση. Εξ’ αυτών, ποσοστό 57% είχε LDL-χολ <70 mg/dL. Μετά από 3,2 έτη παρακολούθησης κατά μέσο όρο καταγράφηκαν 55,2 καρδιαγγειακά επεισόδια ανά 1000 ανθρωπο-έτη σε συμμετέχοντες με LDL-χολ <70 mg/dL, ενώ τα ποσοστά για ασθενείς με LDL-χολ =70–100 mg/dL και LDL-χολ >100 mg/dL ήταν 60,3 και 94/1000 ανθρωπο-έτη αντίστοιχα. Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι ασθενείς με LDL-χολ >100 mg/dL μετά από αγγειοπλαστική έχουν 78% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης όψιμων καρδιαγγειακών επιπλοκών συγκριτικά με αυτούς που έχουν επίπεδα LDL-χολ <70 mg/dL. Σε αντίστοιχη σύγκριση, ασθενείς με επίπεδα LDL-χολ =70–100 mg/dL είχαν κατά 17% μεγαλύτερο κίνδυνο συγκριτικά με συμμετέχοντες με LDL-χολ <70 mg/dL. Εν κατακλείδει, στην παρούσα μελέτη μόνο ένας στους δύο ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε αγγειοπλαστική στεφανιαίων είχε υποβληθεί σε μέτρηση των επιπέδων της LDL-χολ έξι μήνες μετά την επέμβαση. Αυξημένα επιπεδα LDL-χολ βρέθηκε ότι σχετίζονται με αυξημένη επίπτωση όψιμων μειζόνων καρδιαγγειακών επιπλοκών.
(Sud M, Han L, Koh M, et al.  J Am Coll Cardiol.  2020;76:1440-1450)

Διάγνωση οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας με στοιχεία από ηλεκτρονικό φάκελο υγείας

Η διάγνωση της οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας (FH) βασίζεται στα κλινικά κριτήρια της Dutch Lipid Clinic, ένα εκ των οποίων είναι η τιμή της LDL-χολ ≥250 mg/dL. Συχνά, αυτό το κριτήριο μπορεί να εκτιμηθεί εσφαλμένα διότι οι ασθενείς λαμβάνουν ήδη υπολιπιδαιμική θεραπεία. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε η διάγνωση FH βασισμένη σε στοιχεία από ηλεκτρονικό φάκελο υγείας που διορθώνουν την τιμή της LDL-χολ σύφωνα με τη χορηγούμενη υπολιπιδαιμική θεραπεία. Βρέθηκε ότι σε σύνολο 41.937 ατόμων οι 351 είχαν «διορθωμένη» LDL-χολ ≥250 mg/dL. Από αυτούς οι 42 είχαν ήδη διαγνωσθει με FH. Η εφαρμογή των κριτηρίων της Dutch Lipid Clinic στους υπόλοιπους 309 εντόπισε σκορ ≥6 σε 95 άτομα, ενώ χωρίς διόρθωση για υπολιπιδαιμική θεραπεία το σκορ ήταν αυξημένο μόνο σε 9 συμμετέχοντες. Όταν επιπλέον αξιολογήθηκε το ατομικό και το κληρονομικό ιστορικό των συμμετεχόντων ο αριθμός των διαγνωσθέντων με πιθανή FH αυξήθηκε στους 127 συμμετέχοντες.Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι η χρήση αυτόματου λογισμικού από τον ηλεκτρονικό φάκελο υγείας μπορεί να εντοπίσει άτομα που πιθανώς πάσχουν από FH και προτείνουν περαιτέρω μελέτη προς γονιδιακή τεκμηρίωση της πάθησης στα ύποπτα άτομα και στους συγγενείς τους.

Pepplinkhuizen S, Ibrahim S, Vink R, et al. Atherosclerosis. 2020;310:83-87