Μηνιαία Ενημέρωση Νοεμβρίου 2020

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής,
Π.Γ.Ν.«Αττικόν»

Λ. Ραλλίδης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

 

Αντιμετώπιση της υπερλιπιδαιμίας σε ασθενείς με COVID-19 κατά τη διάρκεια της πανδημίας

Στην παρούσα συμφωνία ειδικών αξιολογούνται δεδομένα σχετικά με τη χορήγηση υπολιπιδαιμικής θεραπείας σε πάσχοντες από νόσο από κορωνοϊό (COVID-19) και δίνονται συστάσεις για την αντιμετώπιση των ασθενών με δυσλιπιδαιμία τον καιρό της πανδημίας από τον ιό SARS-CoV-2. Ο ιός SARS-CoV-2 εμφανίζει υψηλά ποσοστά μεταδοτικότητας και η νοσηρότητα και η θνητότητα επηρεάζονται από την παρουσία συννοσηροτήτων όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσος, η υπέρταση και η παχυσαρκία, καταστάσεις στις οποίες συχνά χορηγείται υπολιπιδαιμική θεραπεία. Στο παρόν άρθρο αξιολογήθηκαν βιβλιογραφικά δεδομένα σχετικά με τη χορήγηση υπολιπιδαιμικής αγωγής σε πάσχοντες από COVID-19, ανεπιθύμητες ενέργειες και πιθανές αλληλεπιδράσεις με την ειδική θεραπεία. Αναλύθηκαν δεδομένα σχετικά με όλες τις διαθέσιμες φαρμακευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας. Δε βρέθηκαν στοιχεία ότι η χορήγηση υπολιπιδαιμικής αγωγής είναι επισφαλής σε πάσχοντες από COVID-19. Η υπολιπιδαιμική αγωγή δεν πρέπει να διακόπτεται λόγω της πανδημίας ή σε ασθενείς αυξημένου κινδύνου για νόσηση από κορωνοϊό. Σε ασθενείς με επιβεβαιωμένη λοίμωξη COVID-19 χρειάζεται προσοχή για πιθανές αλληλεπιδράσεις της υπολιπιδαιμικής αγωγής με τα φάρμακα κατά του κορωνοϊού, ιδιαίτερα σε ασθενείς με ενδείξεις διαταραχών της ηπατικής βιοχημείας. Συμπερασματικά, επί του παρόντος δεν υπάρχουν δεδομένα από μελέτες για επιβλαβείς συνέπειες από χορήγηση υπολιπιδαιμικής θεραπείας σε πάσχοντες από COVID-19, ως εκ τούτου η αγωγή δεν πρέπει να διακόπτεται άκριτα σε άτομα αυξημένου κινδύνου ή σε πάσχοντες χωρίς άλλη ένδειξη.

(Iqbal Z, Hoong Ho J, Adam S, et al. Atherosclerosis. 2020;313:126-136)

 

Εφαρμογή κατευθυντηρίων οδηγιών για την αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας σε ασθενείς που έχουν υποστεί έμφραγμα μυοκαρδίου

Στόχος της παρούσας μελέτης προσομοίωσης ήταν να εκτιμηθεί το ποσοστό ασθενών που έχουν υποστεί ένα πρόσφατο έμφραγμα μυοκαρδίου (ΕΜ) που είναι υποψήφιοι για ενίσχυση της υπολιπιδαιμικής θεραπείας βάσει των πρόσφατων κατευθυντηρίων οδηγιών της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας για την αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας που εκδόθηκαν το 2019. Αναλύθηκαν δεδομένα από 25.466 ασθενείς που εκτιμήθηκαν 6 έως 10 εβδομάδες μετά από νοσηλεία λόγω ΕΜ για τα έτη 2013 – 2017. Αν και οι περισσότεροι ασθενείς (86,6%) ελάμβαναν υψηλής ισχύος στατίνη, ποσοστό 82,9% ήταν υποψήφιοι για ενίσχυση της θεραπείας προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για την LDL-χολ < 55 mg/dL. Σε μοντέλο προσομοίωσης εκτιμήθηκε ότι ποσοστό 19,9% θα πετύχαινε τον στόχο με χορήγηση μονοθεραπείας με υψηλής ισχύος στατίνη, ενώ ένα επιπλέον ποσοστό 28,5% με συνδυαστική θεραπεία υψηλής ισχύος στατίνης με εζετιμίμπη. Ποσοστό 50,7% των συμμετεχόντων θα ήταν υποψήφιοι για επιπλέον χορήγηση αναστολέα της PCSK9, εκ των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία (90%) θα πετύχαινε το στόχο με χορήγηση εβολοκουμάμπης ή αλιροκουμάμπης.  Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι περίπου οι μισοί ασθενείς με πρόσφατο ΕΜ αδυνατούν να πετύχουν τους αυστηρούς στόχους της LDL-χολ σύμφωνα με τις οδηγίες του 2019 με λήψη στατίνης και εζετιμίμπης και είναι υποψήφιοι για χορήγηση αναστολέων της PCSK9, γεγονός με σημαντικές οικονομικές προεκτάσεις.

(Allahyari A, Jernberg t, Hagström Ε, et al.    Eur Heart J.   2020;41:3900-3909)

Αποτελεσματικότητα και ασφάλεια φαρμακευτικής ελάττωσης της LDL-χολ σε ηλικιωμένους ασθενείς

Πρόκειται για μια μετα-ανάλυση 29 τυχαιοποιημένων μελετών με στόχο την ανάδειξη του κλινικού οφέλους και της ασφάλειας από τη χορήγηση υπολιπιδαιμικής θεραπείας σε ηλικιωμένα άτομα. Σε σύνολο 244.099 συμμετεχόντων οι 21.492 ήταν > 75 ετών (54,7% σε μελέτες με στατίνες, 28,9% με εζετιμίμπη και 16,4% με αναστολείς της PCSK9). Σε διάμεση παρακολούθηση από 2,2 έως 6 έτη βρέθηκε ότι ελάττωση της LDL-χολ κατά 39 mg/dL (1 mmol/L) συνοδευόταν από κλινικό όφελος, με ελάττωση κατά 26% της εμφάνισης αγγειακών επεισοδίων, χωρίς να αναδεικνύεται στατιστικά σημαντική διαφορά συγκριτικά με άτομα ηλικίας < 75 ετών. Στην ομάδα των ηλικιωμένων ασθενών δε βρέθηκε διαφορά στην ελάττωση του κινδύνου ανάμεσα σε στατινούχο ή μη-στατινούχο υπολιπιδαιμική θεραπεία. Το κλινικό όφελος ήταν αντίστοιχο σε όλα τα επιμέρους στοιχεία του σύνθετου καταληκτικού σημείου: 15% ελάττωση καρδιαγγειακού θανάτου, 20% ελάττωση εμφράγματος μυοκαρδίου, 27% ελάττωση εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και 20% ελάττωση επεμβάσεων επαναγγείωσης.   Οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι η χορήγηση υπολιπιδαιμικής αγωγής για ελάττωση της LDL-χολ συνοδεύεται από κλινικό όφελος σε ηλικιωμένους ασθενείς όπως και στους νεώτερους.

(Gencer B, Marston NA, Im K, et al.   Lancet. 2020;396:1637-1643)

Επίδραση της LDL-χολ στην εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων σε διαβητικούς ασθενείς με επαναγγείωση στεφανιαίων

Στη μελέτη αυτή αξιολογήθηκε η επίδραση των επιπέδων της LDL-χολ στην εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που υπεβλήθησαν σε επέμβαση επαναγγείωσης (αγγειοπλαστική ή αορτοστεφανιαία παράκαμψη) ή σε βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή. Αξιολογήθηκαν δεδομένα από συμμετέχοντες σε 3 μελέτες με μέτρηση επιπέδων της LDL-χολ ένα χρόνο μετά την τυχαιοποίηση. Πρωταρχικό τελικό σημείο της μελέτης ήταν η εμφάνιση μειζόνων καρδιαγγειακών επεισοδίων. Συνολικά 4.050 ασθενείς παρακολουθήθηκαν για 3,9 έτη μετά τη μέτρηση της LDL-χολ. Βρέθηκε ότι συμμετέχοντες με LDL-χολ > 100 mg/dL είχαν 17,2% κίνδυνο εμφάνισης του τελικού σημείου έναντι 13,3% και 13,1% για ασθενείς με LDL-χολ 70 – 100 mg/dL και LDL-χολ < 70 mg/dL αντίστοιχα. Η πραγματοποίηση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης έδειξε βελτίωση στην κλινική έκβαση σε όλα τα επίπεδα της LDL-χολ, ενώ η πραγματοποίηση αγγειοπλαστικής στεφανιαίων υπερείχε της βέλτιστης φαρμακευτικής αντιμετώπισης μόνο σε ασθενείς με LDL-χολ < 70 mg/dL. Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι χαμηλή τιμή της LDL-χολ το πρώτο έτος μετά από επέμβαση επαναγγείωσης σχετίζεται με καλύτερη μακροπρόθεσμη κλινική πορεία και ότι η αγγειοπλαστική υπερέχει της βέλτιστης φαρμακευτικής αγωγής μόνο σε ασθενείς που πετυχαίνουν LDL-χολ < 70 mg/dL.
(Farkouh ME, Godoy LC, Brooks MM, et al. J Am Coll Cardiol. 2020;76:2197-2207)

Κολχικίνη σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο

Σύγχρονα δεδομένα υποστηρίζουν την ευνοϊκή επίδραση από τη χορήγηση κολχικίνης σε ασθενείς με πρόσφατο έμφραγμα μυοκαρδίου. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε η κλινική αποτελεσματικότητα της χορήγησης 0,5 mg κολχικίνης ημερησίως σε πάσχοντες από χρόνια στεφανιαία νόσο. Τυχαιοποιήθηκαν συνολικά 5.522 ασθενείς σε κολχικίνη ή εικονικό φάρμακο και εκτιμήθηκε ο κίνδυνος εμφάνισης καρδιαγγειακού θανάτου, εμφράγματος μυοκαρδίου, ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ή επέμβασης επαναγγείωσης στα στεφανιαία αγγεία. Μετά από μέση διάρκεια παρακολούθησης 28,6 μηνών το πρωταρχικό τελικό σημείο καταγράφηκε σε ποσοστό 6,8% των ασθενών στην ομάδα της κολχικίνης έναντι 9,6% στους ασθενείς υπό εικονικό φάρμακο (ελάττωση του σχετικού κινδύνου κατά 31%). Αντίθετα, η θνητότητα από μη-καρδιαγγειακά αίτια βρέθηκε αυξημένη στην ομάδα της κολχικίνης: 0,7 έναντι 0,5 θάνατοι ανά 100 ανθρωπο-έτη (αύξηση του κινδύνου κατά 49%).Οι ερευνητές καταλήγουν ότι η χορήγηση 0,5 mg κολχικίνης ημερησίως σε ασθενείς με χρόνια ΣΝ οδηγεί σε μείωση της εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων.

(Nidorf SM, Fiolet ATL, Mosterd A, et al. N Engl J Med. 2020;383:1838-1847)