Επιμέλεια:Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος, Λ. Ραλλίδης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
|
||||
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της αλιροκουμάμπης σε ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο ανάλογα με την επίτευξη επιπέδων LDL-χολ
Οι κατευθυντήριες οδηγίες προτείνουν χαμηλούς στόχους για την LDL-χολ σε ασθενείς πολύ υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου, δεν είναι όμως γνωστό μέχρι ποια επίπεδα LDL-χολ υπάρχει κλινικό όφελος. Στην παρούσα ανάλυση αξιοποιήθηκαν δεδομένα από τη μελέτη ODYSSEY OUTCOMES, στην οποία χορηγήθηκε ο αναστολέας της PCSK9 αλιροκουμάμπη ή εικονικό φάρμακο σε ασθενείς με ιστορικό οξέος στεφανιαίου συνδρόμου (ΟΣΣ) και αξιολογήθηκε η εμφάνιση μειζόνων καρδιαγγειακών επεισοδίων. Μετά από 4 μήνες θεραπείας 3.357 συμμετέχοντες στη μελέτη είχαν επίπεδα LDL-χολ < 25 mg/dL, 3.692 είχαν LDL-χολ 25 έως 50 mg/dL και 2.197 > 50 mg/dL. Μετά από στατιστική ανάλυση με τεχνική 1:1 propensity score matching για ομαλοποίηση των χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων βρέθηκε ότι η ελάττωση του σχετικού κινδύνου ήταν παρόμοια στις ομάδες ασθενών με LDL-χολ < 25 mg/dL, και LDL-χολ 25 – 50 mg/dL (26%) και μικρότερη στην ομάδα ασθενών με LDL-χολ > 50 mg/dL (13%). Δεν προέκυψαν ζητήματα ασφάλειας της φαρμακευτικής αγωγής ακόμη και σε επίπεδα LDL-χολ < 15 mg/dL, για το χρονικό διάστημα παρακολούθησης της μελέτης.Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι η επίτευξη επιπέδων LDL-χολ < 25 mg/dL με χορήγηση αλιροκουμάμπης σε ασθενείς που έχουν υποστεί ΟΣΣ δεν επιφέρει επιπλέον κλινικό όφελος σε σύγκριση με επίτευξη επιπέδων LDL-χολ 25-50 mg/dL. (Schwartz GG, Steg PG, Bhatt DL, et al. Circulation. 2021;143:1109-1122)
|
Χαμηλά επίπεδα λιποπρωτεΐνης (α) και νοσηρότητα στο γενικό πληθυσμό
Η λιποπρωτεΐνη (α) [Lp(a)] έχει στοχοποιηθεί ως παράγοντας καρδιαγγειακού κινδύνου και φάρμακα που ελαττώνουν τα επίπεδα της πιθανώς θα χρησιμοποιηθούν στο εγγύς μέλλον για καρδιαγγειακή πρόληψη. Ως εκ τούτου, έχει μεγάλη σημασία η ασφάλεια της επίτευξης χαμηλών επιπέδων Lp(a). Γι’ αυτό το σκοπό αξιολογήθηκαν δεδομένα από 109.440 άτομα από τη μελέτη γενικού πληθυσμού της Κοπεγχάγης, με στόχο την πιθανή συσχέτιση της χαμηλής Lp(a) με διάφορες μείζονες ομάδες ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου κακοήθων και λοιμωδών νοσημάτων. Δεν βρέθηκε κάποια συσχέτιση των χαμηλών επιπέδων Lp(a) και αντίστοιχων γονοτύπων LPA με κάποια νόσο, πέρα από τη γνωστή αντίστροφη σχέση με τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι σε ένα μεγάλο σύγχρονο δείγμα του γενικού πληθυσμού δε βρέθηκε συσχέτιση ανάμεσα στα χαμηλά επίπεδα της Lp(a) και σε αντίστοιχους γονότυπους και την εμφάνιση μειζόνων παθήσεων και συμπεραίνουν ότι η φαρμακευτική ελάττωση της Lp(a) δεν προβλέπεται να επιφέρει επιβλαβείς επιδράσεις.
(Langsted A, Nordestgaard BG, Kamstrup PR. Eur Heart J. 2021;42:1147-1156)
|
|||
Χορήγηση σεμαγλουτίδης για απώλεια σωματικού βάρους
Πρόκειται για μια διπλά-τυφλή μελέτη στην οποία αξιολογήθηκε η επίδραση της σεμαγλουτίδης (ανάλογο της GLP1) στην απώλεια σωματικού βάρους (ΣΒ) σε 1.961 παχύσαρκους ή υπέρβαρους ασθενείς. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη είχαν δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) >30 kg/m2 ή ΔΜΣ ≥27 kg/m2 και έναν επιπλέον παράγοντα που σχετίζεται με παχυσαρκία, δεν έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) και έλαβαν σεμαγλουτίδη σε δόση 2,4 mg κάθε εβδομάδα ή εικονικό φάρμακο, επιπρόσθετα σε υγιεινοδιαιτητική παρέμβαση. Τελικά καταληκτικά σημεία της μελέτης ήταν η ποσοστιαία απώλεια ΣΒ και η ελάττωση κατά τουλάχιστον 5%. Μετά από χρονική περίοδο παρακολούθησης 68 εβδομάδων καταγράφηκε μείωση του ΣΒ κατά 14,9% στην ομάδα της σεμαγλουτίδης έναντι 2,4% με εικονικό φάρμακο. Κατά μέσο όρο η χορήγηση του υπό μελέτη φαρμάκου οδήγησε σε μείωση του ΣΒ κατά 15,3 κιλά, ενώ οι ανεπιθύμητες ενέργειες (κυρίως ναυτία και διάρροιες) ήταν παροδικές και ήπιες σε βαρύτητα, αν και ποσοστό 4,5% διέκοψε τελικά τη θεραπεία με σεμαγλουτίδη έναντι 0,8% με εικονικό φάρμακο. Συμπερασματικά, η εβδομαδιαία χορήγηση σεμαγλουτίδης σε υπέρβαρους και παχύσαρκους ασθενείς χωρίς ΣΔ σχετίζεται με σταθερή και κλινικά σημαντική απώλεια ΣΒ.
(Wilding JPH, Batterham RL, Calanna S, et al. N Engl J Med. 2021;384:989) |
Κλινικό όφελος από την ελάττωση της LDL-χολ σε ασθενείς με ή χωρίς οικογενή υπερχοληστερολαιμία και στεφανιαία νόσο
Στην παρούσα ανάλυση δεδομένων από τη μελέτη 4S αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα της χορήγησης σιμβαστατίνης σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο (ΣΝ) και LDL-χολ >190 mg/dL, ανάλογα με την παρουσία ή όχι φαινοτύπου οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας (Familial Hypercholesterolemia, FH). Από το σύνολο των συμμετεχόντων στη μελέτη οι 2.164 είχαν αρχική τιμή LDL-χολ >190 mg/dL, εκ των οποίων οι 152 είχαν ιστορικό πρώιμης ΣΝ και κληρονομικό ιστορικό ΣΝ, οπότε θεωρήθηκαν ως πάσχοντες από FH βάσει των κριτηρίων της Dutch Lipid Clinic. Συνολικά όλοι οι ασθενείς είχαν κλινικό όφελος στην ελάττωση των καρδιαγγειακών επεισοδίων και στη θνητότητα, αλλά οι συμμετέχοντες με LDL-χολ >190 mg/dL εμφάνιζαν μεγαλύτερο αναλογικά όφελος με απόλυτη ελάττωση της θνητότητας κατά 4,1-4,3%. Ειδικότερα, οι 152 ασθενείς πού είχαν φαινότυπο FH, εμφάνιζαν περαιτέρω όφελος με ελάττωση του σχετικού κινδύνου θανάτου κατά 84% και απόλυτη ελάττωση του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων κατά 13,2% και της θνητότητας κατά 6,6%. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι η παρουσία φαινότυπου FH σε ασθενείς με ΣΝ σχετίζεται με μεγαλύτερο κλινικό όφελος από την ελάττωση της LDL-χολ με χορήγηση στατίνης. |
|||
Σύσταση καρωτιδικής αθηρωματικής πλάκας και εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων
Η παρούσα πληθυσμιακή μελέτη αξιολόγησε την επίδραση της σύστασης της αθηρωματικής πλάκας των καρωτίδων στην εμφάνιση ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (ΑΕΕ) και στεφανιαίας νόσου (ΣΝ). Συμμετείχαν συνολικά 1.349 υγιή άτομα μέσης ηλικίας 72 ετών, με υποκλινική αθηροσκλήρωση καρωτίδων σε υπερηχογράφημα, που υπεβλήθησαν σε μαγνητική τομογραφία καρωτίδων. Αξιολογήθηκαν χαρακτηριστικά σύστασης της αθηρωματικής πλάκας (ενδοπλακική αιμορραγία, λιπώδης νεκρωτικός πυρήνας, ασβέστωση) και του μεγέθους (πάχος πλάκας, παρουσία στένωσης > 30%). Σε 5ετή παρακολούθηση καταγράφηκαν 51 περιστατικά ΑΕΕ και 83 ανέπτυξαν ΣΝ. Βρέθηκε ότι η παρουσία ενδοπλακικής αιμορραγίας σχετιζόταν θετικά με την εμφάνιση ΑΕΕ και ΣΝ (αναλογία κινδύνου 2,42 και 1,95, αντίστοιχα), ανεξάρτητα από το πάχος της πλάκας. Η παρουσία λιπώδους νεκρωτικού πυρήνα και η ασβέστωση της αθηρωματικής πλάκας δεν εμφάνιζαν αντίστοιχη συσχέτιση με κλινικά συμβάματα. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η παρουσία ενδοπλακικής αιμορραγίας σε αθηρωματική πλάκα των καρωτίδων αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση ΑΕΕ και ΣΝ και προτείνουν να χρησιμοποιείται ως δείκτης ευαλωτότητας της πλάκας σε υγιή άτομα με υποκλινική αθηροσκλήρωση. (Bos D, Arshi B, van den Bouwhuijsen QJA, et al.J Am Coll Cardiol. 2021;77:1426-1435) |