Μηνιαία Ενημέρωση Φεβρουαρίου 2020

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής,
Π.Γ.Ν.«Αττικόν»

Λ. Ραλλίδης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

Ι. Λεκάκης, Ομότιμος Καθηγητής Καρδιολογίας ΕΚΠΑ,
Διευθυντής Καρδιολογικού Τομέα,
Κεντρική Κλινική Αθηνών

 

Μακροπρόθεσμη χορήγηση εβολοκουμάμπης σε πάσχοντες από οικογενή υπερχοληστερολαιμία

Πρόκειται για ανοιχτή μελέτη παρακολούθησης ασθενών με ομόζυγο ή σοβαρή ετερόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία (Familial Hypercholesterolemia, FH) που έλαβαν θεραπεία με τον αναστολέα της PCSK-9 εβολοκουμάμπη επιπλέον της καθιερωμένης υπολιπιδαιμικής αγωγής με φάρμακα ή συνεδρίες κάθαρσης (LDL-αφαίρεση). Συμμετείχαν συνολικά 300 ασθενείς που παρακολουθήθηκαν για 4,1 έτη. Ανεπιθύμητες ενέργειες καταγράφηκαν σε ποσοστό 89,3% των συμμετεχόντων, συχνότερα ρνοφαρυγγίτιδα, γριππώδης συνδρομή, λοίμωξη ανωτέρου αναπνευστικού και κεφαλαλγία. Η χορήγηση της εβολοκουμάμπης ήταν αποτελεσματική στη σταθερή ελάττωση των επιπέδων της LDL-χολ κατά 21,2% σε πάσχοντες από ομόζυγο FH και κατά 54,9% σε πάσχοντες από σοβαρή ετερόζυγο FH. Τιτλοποίηση της θεραπείας σε πάσχοντες από ομόζυγο FH σε δόση 420 mg δύο φορές το μήνα είχε ως αποτέλεσμα ελάττωση της LDL-χολ κατά 29,7%. Από τους 61 συμμετέχοντες που υποβάλλονταν σε συνεδρίες LDL-αφαίρεσης στην έναρξη της μελέτης, οι 16 διέκοψαν τις συνεδρίες. Συμπερασματικά η εβολοκουμάμπη ήταν καλά ανεκτή και αποτελεσματική στην ελάττωση των επιπέδων της LDL-χολ σε πάσχοντες από ομόζυγο και σοβαρή ετερόζυγο FH σε παρακολούθηση 4ετίας.

(Santos RD, Stein EA, Hovingh GK, et al. J Am Coll Cardiol. 2020;75:565-574)

 

Χρήση στατινών σε ασθενείς υπό αιμοκάθαρση και συνολική θνητότητα

Στην παρούσα ανάλυση αξιολογήθηκε η επίδραση της θεραπείας με στατίνη σε πάσχοντες από χρόνια νεφρική νόσο που υποβάλλονται σταθερά σε αιμοκάθαρση. Πρόκειται για αναδρομική μελέτη που αξιολόγησε δεδομένα δεκαετίας από 65.404 αιμοκαθαιρόμενους ηλικίας > 30 ετών. Ποσοστό 73,2% των συμμετεχόντων έλαβε υπολιπιδαιμική θεραπεία με στατίνη μετά την έναρξη των συνεδριών αιμοκάθαρσης ή συνέχισε την προηγούμενη λήψη στατίνης. Συγκριτικά με συμμετέχοντες που δεν έλαβαν στατίνη, οι ασθενείς αυτοί είχαν χαμηλότερη συνολική θνητότητα κατά 52% και 41% αντίστοιχα. Ασθενείς που διέκοψαν τη λήψη στατίνης πριν ή μετά την έναρξη της αιμοκάθαρσης εμφάνιζαν αυξημένη θνητότητα. Επιπλέον, χορήγηση συνδυασμού στατίνης με εζετιμίμπη σχετιζόταν με βελτίωση της επιβίωσης συγκριτικά με τη μονοθεραπεία με στατίνη. Τα αποτελέσματα ήταν σταθερά ανεξάρτητα από την ηλικία των συμμετεχόντων στη μελέτη.  Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η χορήγηση στατίνης, ιδανικά σε συνδυασμό με εζετιμίμπη, έχει ευνοϊκή επίδραση στη συνολική θνητότητα ασθενών με νεφρική νόσο που υποβάλλονται σε τακτική αιμοκάθαρση.

(Jung J, Bae GH, Kang M, et al. Int J Cardiol.J Am Heart Assoc. 2020;9:e014840)

 

Συσχέτιση δυσλειτουργικής HDL με τον κίνδυνο εμφάνισης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου

Η αθηροπροστατευτική επίδραση της HDL εξαρτάται από τις βιολογικές της δράσεις παρά από την περιεκτικότητα της σε χοληστερόλη. Για αυτό το λόγο προηγούμενες μελέτες δεν έχουν καταδείξει σαφή συσχέτιση ανάμεσα στα επίπεδα της HDL-χολ και τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Στην παρούσα ανάλυση μετρήθηκαν δείκτες λειτουργικότητας της HDL σε 167 ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ) και σε αντίστοιχους υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου μάρτυρες από τη μελέτη PREDIMED. Μετρήθηκαν παράμετροι που αφορούν περιεκτικότητα σε HDL-χολ, ικανότητα εκροής χοληστερόλης, οξειδωτικό στρες και φλεγμονή, δραστικότητα φωσφολιπάσης Α2, καθώς και επίπεδα φωσφορικής-1-σφιγγοσίνης, απολιποπρωτεϊνών Α-Ι και Α-ΙV, αμυλοειδούς Α και συμπληρώματος 3. Από τις παραμέτρους που αξιολογήθηκαν, η χαμηλή ικανότητα εκροής της χοληστερόλης και τα χαμηλά επίπεδα φωσφορικής-1-σφιγγοσίνης και απολιποπρωτεΐνης Α-Ι βρέθηκε ότι σχετίζονταν με αυξημένα ποσοστά εμφάνισης ΟΣΣ. Αυξημένοι δείκτες οξειδωτικής φλεγμονής σχετίζονταν οριακά με εμφάνιση ΟΣΣ, κυρίως με ασταθή στηθάγχη.  Συμπερασματικά, δείκτες δυσλειτουργίας της HDL (χαμηλή ικανότητα εκροής χοληστερόλης, χαμηλά επίπεδα φωσφορικής-1-σφιγγοσίνης και απολιποπρωτεΐνης Α-Ι και δείκτες οξείδωσης και φλεγμονής) σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΟΣΣ σε υψηλού κινδύνου ασθενείς.

(Soria-Florido MT, Castañer O, Lassale C, et al Circulation. 2020;141:444-453)

Συσχέτιση μονογονικής και πολυγονικής υπερχοληστερολαιμίας με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο

Οι μονογονικές μορφές οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας σχετίζονται με αυξημένα επίπεδα LDL-χολ από μικρή ηλικία, εντούτοις, στα περισσότερα άτομα με υπερχοληστερολαιμία εμπλέκονται περισσότερα γονίδια (πολυγονική υπερχοληστερολαιμία). Στη μελέτη αυτή διερευνήθηκε κατά πόσο ο γενετικός τύπος της υπερχοληστερολαιμίας σχετίζεται με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Αξιολογήθηκαν δεδομένα από 277 πάσχοντες από μονογονική (μεταλλάξεις σε LDLR, APOB ή PCSK9), 2.379 από πολυγονική και 2.232 από άγνωστης αιτίας υπερχοληστερολαιμία και αξιολογήθηκε η καταγραφή επαναγγείωσης στεφανιαίων ή καρωτίδων, εμφράγματος μυοκαρδίου, ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και συνολικής θνητότητας σε παρακολούθηση επταετίας τουλάχιστον. Βρέθηκε ότι πάσχοντες από μονογονική υπερχοληστερολαιμία είχαν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακού επεισοδίου σε ηλικία < 55 ετών (6,1% έναντι 2%). Επιπλέον, για αντίστοιχα επίπεδα LDL-χολ, βρέθηκε ότι πάσχοντες από μονογονική υπερχοληστερολαιμία είχαν αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου κατά 93% και πάσχοντες από πολυγονική υπερχοληστερολαιμία κατά 26% συγκριτικά με πάσχοντες από υπερλιπιδαιμία αγνώστου αιτιολογίας. Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι ανάμεσα σε πάσχοντες από υπερχοληστερολαιμία αυτοί που έχουν γονιδιακά καθορισμένα αυξημένα επίπεδα LDL-χολ διατρέχουν μεγαλύτερο καρδιαγγειακό κίνδυνο.(Trinder M, Francis GA, Brunham LR. JAMA Cardiol. 2020. doi: 10.1001/jamacardio.2019.5954. [Epub ahead of print])

Γενετική διαστρωμάτωση κινδύνου στην πρόβλεψη του κλινικού οφέλους από τη χορήγηση εβολοκουμάμπης

Η παρούσα ανάλυση δεδομένων από τη μελέτη FOURIER είχε ως στόχο την αποκάλυψη ατόμων που ωφελούνται περισσότερο από θεραπεία με εβολοκουμάμπη με τη χρήση γενετικής διαστρωμάτωσης. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε στους 14.298 συμμετέχοντες στη μελέτη ένα γενετικό σκορ 27 νουκλεοτιδίων που κατηγοριοποίησε τους ασθενείς σε τρία επίπεδα κινδύνου (χαμηλός, ενδιάμεσος, υψηλός), παράλληλα με τη χρήση των παραδοσιακών κλινικών παραγόντων κινδύνου. Καταγράφηκε η εμφάνιση μειζόνων καρδιαγγειακών επεισοδίων σε παρακολούθηση 2,3 ετών. Βρέθηκε θετική συσχέτιση του γενετικού σκορ με την εμφάνιση συμβαμάτων με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης στεφανιαίων επεισοδίων κατά 23% και 65% για άτομα ενδιαμέσου και υψηλού κινδύνου αντίστοιχα. Η χορήγηση εβολοκουμάμπης σε άτομα με πολλαπλούς κλινικούς παράγοντες κινδύνου χωρίς υψηλό γενετικό κίνδυνο οδήγησε σε μείωση του σχετικού κινδύνου κατά 13%, ενώ σε άτομα με υψηλό γενετικό κίνδυνο το όφελος ήταν της τάξης του 31%. Αντίθετα, άτομα χωρίς πολλαπλούς κλινικούς παράγοντες κινδύνου και με χαμηλό γενετικό σκορ δεν φάνηκε να αντλούν όφελος από τη χορήγηση εβολοκουμάμπης. Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι ασθενείς με αυξημένο γενετικό κίνδυνο εμφανίζουν υψηλή πιθανότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων και οφελούνται σημαντικά από τη χορήγηση εβολοκουμάμπης, ανεξάρτητα από τον κίνδυνο που εκτιμάται με κλινικούς παράγοντες κινδύνου.

(Marston NA, Kamanu FK, Nordio F, et al. Circulation. 2020;141:616-623)