Μηνιαία Ενημέρωση Δεκέμβριος 2021

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής,
Π.Γ.Ν.«Αττικόν»

Λ. Ραλλίδης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

 

Πολυγονικότητα και καρδιαγγειακός κίνδυνος οικογενούς συνδυασμένης υπερλιπιδαιμίας

Η οικογενής συνδυασμένη υπερλιπιδαιμία (Familial combined hyperlipidemia, FCHL) αποτελεί μια από τις συχνότερες μορφές κληρονομούμενης δυσλιπιδαιμίας και χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης των λιποπρωτεϊνών που περιέχουν apoB-100 και των τριγλυκεριδίων. Στην παρούσα ανάλυση μελετήθηκε η πολυγονικότητα και ο καρδιαγγειακός κίνδυνος της FCHL. Χρησιμοποιώντας διαγνωστικά κριτήρια από διαφορετικές επιστημονικές εταιρείες, φαινότυπος FCHL εντοπίστηκε σε ποσοστό από 0,48% έως 11,44% πληθυσμού 349.222 ατόμων από τη UK Biobank. Ο έλεγχος του γονιδιώματος σε αυτά τα περιστατικά απεκάλυψε 175 ανεξάρτητες γονιδιακές θέσεις που σχετίζονταν με την εμφάνιση FCHL. Φάνηκε ότι η πολυγονική γενετική προδιάθεση σε συνδυασμό με το μεταβολικό σύνδρομο ήταν υπεύθυνη για την κλινική εκδήλωση φαινότυπου FCHL. Ο κίνδυνος εμφάνισης στεφανιαίας νόσου σε αυτά τα άτομα ήταν συγκρίσιμος με τον κίνδυνο που διατρέχουν άτομα με μονογονική οικογενή υπερχοληστερολαιμία (αναλογία κινδύνου 2,72 έναντι 1,90).Οι ερευνητές καταλήγουν ότι ο φαινότυπος FCHL δεν αποτελεί μια ενιαία γονιδιακά οντότητα, αλλά περισσότερο έναν συνδυασμό πολυγονικής γενετικής προδιάθεσης και μεταβολικού συνδρόμου. Ο καρδιαγγειακός κίνδυνος στους πάσχοντες είναι αυξημένος και παρόμοιος με αυτόν της οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας, αν και η συχνότητα στον γενικό πληθυσμό είναι περίπου πενταπλάσια.

(Trinder M, Vikulova D, Pimstone S, et al. Atherosclerosis. 2022;340:35-43)

 

Χορήγηση icosapent ethyl σε άτομα με ιστορικό χειρουργηθείσας στεφανιαίας νόσου και καρδιαγγειακός κίνδυνος

Η μελέτη REDUCE-IT CABG αποτελεί υπο-ανάλυση δεδομένων από τη μελέτη REDUCE-IT που έδειξε κλινικό όφελος από τη χορήγηση κεκαθαρμένης μορφής ω-3 λιπαρών οξέων υπό τη μορφή icosapent ethyl (IPE) 4 g/ημέρα σε άτομα με αυξημένα τριγλυκερίδια, αλλά ρυθμισμένη LDL-χολ υπό θεραπεία με στατίνη. Στην παρούσα ανάλυση αξιοποιήθηκαν δεδομένα από 1.837 συμμετέχοντες στη REDUCE-IT με ιστορικό χειρουργηθείσας στεφανιαίας νόσου (ΣΝ). Οι ασθενείς αυτοί τυχαιοποιήθηκαν σε χορήγηση IPE (n=897) ή σε χορήγηση εικονικού φαρμάκου (n=940). Βρέθηκε ότι η χορήγηση ΙΡΕ οδήγησε σε ελάττωση της εμφάνισης του πρωταρχικού τελικού σημείου (καρδιαγγειακός θάνατος, έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, επέμβαση επαναιμάτωσης, νοσηλεία λόγω ασταθούς στηθάγχης) κατά 24%. Η συνολική εμφάνιση ισχαιμικών επεισοδίων (πρώτων και καθ’ υποτροπήν) ελαττώθηκε κατά 36%. Στον πληθυσμό της μελέτης που έλαβε ΙΡΕ σημειώθηκε αύξηση στην εμφάνιση κολπικής μαρμαρυγής/πτερυγισμού που απαιτεί νοσηλεία συγκριτικά με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου. Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι το κλινικό καρδιαγγειακό όφελος από τη συμπληρωματική χορήγηση ΙΡΕ σε πάσχοντες από χειρουργηθείσα ΣΝ είναι αξιόλογο.

 

(Verma S, Bhatt DL, Steg PG, et al.    Circulation.   2021;144:1845-1855)

 

Σύγκριση τετραπλού σταθερού συνδυασμού αντιυπερτασικής θεραπείας χαμηλής δόσης έναντι μονοθεραπείας

Η μελέτη QUARTET είναι μια πολυκεντρική φάσης 3 διπλά-τυφλή τυχαιοποιημένη μελέτη στην οποία συγκρίθηκε η έναρξη αντιυπερτασικής θεραπείας με τέσσερα φάρμακα σε πολύ χαμηλή δόση (37,5 mg ιρβεσαρτάνης, 1,25 mg αμλοδιπίνης, 0,625 mg ινδαπαμίδης και 2,5 mg βισοπρολόλης) έναντι έναρξης μονοθεραπείας με ιρβεσαρτάνη 150 mg και επακόλουθης κλιμάκωσης με προσθήκη άλλων φαρμάκων. Αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα της αγωγής σε 591 άτομα μέσης ηλικίας 59 ετών με πρωτοδιάγνωση αρτηριακής υπέρτασης χωρίς προηγούμενη λήψη φαρμακευτικής αγωγής. Μετά από 12 εβδομάδες θεραπείας οι συμμετέχοντες που έλαβαν τον τετραπλό συνδυασμό είχαν σε χαμηλότερα ποσοστά ανάγκη τιτλοποίησης της φαρμακευτικής αγωγής συγκριτικά με συμμετέχοντες που έλαβαν μονοθεραπεία (15% έναντι 40%) και ικανοποιητικότερα ποσοστά ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης (76% έναντι 58%), χωρίς συχνότερη εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών. Σε περισσότερα μακροχρόνια παρακολούθηση 417 συμμετεχόντων η αποτελεσματικότητα της συνδυαστικής θεραπείας ήταν καλύτερη έναντι της μονοθεραπείας στις 52 εβδομάδες θεραπείας. Συμπερασματικά, η στρατηγική της χορήγησης σταθερού τετραπλού συνδυασμού αντιυπερτασικών φαρμάκων σε χαμηλή δόση ήταν περισσότερο αποτελεσματική μακροπρόθεσμα από τη συνήθη τακτική της έναρξης με μονοθεραπεία και προσθήκη δεύτερου φαρμάκου σταδιακά.

 

(Chow CK, Atkins ER, Hillis GS, et al. Lancet. 2021;398:1043-1052)

Μακροχρόνια λήψη ω-3 λιπαρών οξέων και κίνδυνος κολπικής μαρμαρυγής

Κάποιες τυχαιοποιημένες μελέτες με χορήγηση ω-3 λιπαρών οξέων περιγράφουν αύξηση της συχνότητας εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής (ΚΜ). Στην παρούσα μετα-ανάλυση αξιοποιήθηκαν δεδομένα από συνολικά 81.210 συμμετέχοντες σε 7 διπλά-τυφλές τυχαιοποιημένες μελέτες με στόχο τη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στη λήψη συμπληρωμάτων με ω-3 λιπαρά οξέα και στην εμφάνιση αρρυθμίας. Οι συμμετέχοντες είχαν μέση ηλικία 65 ετών, παρακολουθήθηκαν για περίπου 5 έτη κατά μέσο όρο και ποσοστό 72,6% έλαβε ω-3 λιπαρά οξέα σε δόση > 1 g/ημέρα. Βρέθηκε ότι η χορήγηση ω-3 λιπαρών σχετιζόταν με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης ΚΜ κατά 25%. Ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος (49%) σε συμμετέχοντες που έλαβαν μεγαλύτερη δόση ω-3 λιπαρών οξέων (> 1 g/ημέρα) έναντι κινδύνου 12% σε αυτούς που έλαβαν ≤ 1g/ημέρα.
Οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι σε τυχαιοποιημένες μελέτες η χορήγηση συμπληρωμάτων ω-3 λιπαρών οξέων σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου ΚΜ, ιδιαίτερα όταν χορηγούνται σε δόσεις > 1 g/ημέρα.(Gencer B, Djousse L, Al-Ramady OT, et al. Circulation. 2021;144:1981-1990)

Επιπολασμός ετερόζυγου οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας και 10ετής καρδιαγγειακός κίνδυνος στον πληθυσμό

Στόχος της μελέτης ICARIA ήταν ο εντοπισμός του επιπολασμού της ετερόζυγου οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας (HeFH) σε δείγμα εργαζομένων του γενικού πληθυσμού και η επίπτωση καρδιαγγειακών επεισοδίων στη δεκαετία. Η τακτική παρακολούθηση 576.724 εργαζομένων μέσης ηλικίας 36 ετών απεκάλυψε φαινότυπο HeFH σε ποσοστό 0,12% του πληθυσμού. Στην παρακολούθηση 10 ετών καταγράφηκε τουλάχιστον ένα μη-θανατηφόρο ή θανατηφόρο καρδιαγγειακό επεισόδιο σε ποσοστό 3,25% αυτών, έναντι 0,57% στο υπόλοιπο δείγμα. Η αναλογία κινδύνου στους πάσχοντες από HeFH μετά από ομαλοποίηση για άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου (φύλο, ηλικία, κάπνισμα, υπέρταση, διαβήτης) ήταν 4,7.Συμπερασματικά, η αδιάγνωστη HeFH συνδέεται με αυξημένα ποσοστά καρδιαγγειακών επεισοδίων και οι ερευνητές προτείνουν εφαρμογή πρωτοκόλλων τακτικού διαγνωστικού ελέγχου σε νεαρής ηλικία επαγγελματικά ενεργά άτομα προκειμένου να εντοπίζονται έγκαιρα οι πάσχοντες.

(Sánchez-Ramos A, Fernández-Labandera C, Vallejo-Vaz AJ, et al. Atherosclerosis.2021;338:39-45)