Μηνιαία Ενημέρωση Αυγούστου 2021

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής,
Π.Γ.Ν.«Αττικόν»

Λ. Ραλλίδης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

 

Τρόπος κληρονομικότητας οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας και καρδιαγγειακός κίνδυνος

Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία (Familial hypercholesterolemia, FH) αποτελεί γονιδιακή διαταραχή με αυτοσωματική συνεπικρατούσα κληρονομικότητα. Η πατρική ή η μητρική κληρονομικότητα του παθολογικού μεταλλαγμένου γονιδίου επηρεάζει το φαινότυπο της πάθησης, αλλά η επίδραση του τρόπου γενετικής μετάδοσης σε σχέση με την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου δεν έχει αποσαφηνισθεί επί του παρόντος. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκαν προοπτικά δεδομένα από 725 πάσχοντες από γενετικά επιβεβαιωμένη FH, εκ των οποίων 268 με μητρική και 321 με πατρική μετάδοση του γονιδίου. Η εμφάνιση κλινικά έκδηλης καρδιαγγειακής νόσου (οξύ επεισόδιο, επέμβαση επαναιμάτωσης, καρδιαγγειακός θάνατος) πριν την ηλικία των 50 ετών ήταν κατά 1,5 φορές συχνότερη σε άτομα που είχαν κληρονομήσει το γονίδιο από τον πατέρα τους συγκριτικά με συμμετέχοντες με μητρική κληρονομικότητα. Επίσης, η πατρική κληρονομικότητα συσχετιζόταν με πρωιμότερη εμφάνισης κλινικής καρδιαγγειακής νόσου (σε ηλικία 42 ετών), έναντι της μητρικής κληρονομικότητας (σε ηλικία 46 ετών). Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η μετάδοση του γονιδίου της FH από τον πατέρα σχετίζεται με πρωιμότερη εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων συγκριτικά με τη μητρική κληρονομικότητα.

(Paquette M, Fantino M, Bernard S, et al. Atherosclerosis. 2021;329:9-13)

 

Εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων μετά από λοίμωξη με κορωνοϊό

Η λοίμωξη από τον ιό SARS-CoV-2 και η επακόλουθη νόσος COVID-19 οδηγεί συχνά σε πολυοργανική προσβολή και έχει ενοχοποιηθεί ως πιθανός παράγοντας κινδύνου για εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων. Στην παρούσα ανάλυση αξιοποιήθηκαν δεδομένα από 86.470 περιστατικά με νόσο COVID-19 στη Σουηδία από το Φεβρουάριο έως το Σεπτέμβριο του 2020 και συγκρίθηκαν με αρχεία εξωτερικών και εσωτερικών ασθενών χωρίς νόσο από κορωνοϊό όσον αφορά στην εμφάνιση εμφράγματος μυοκαρδίου (ΕΜ) ή ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (ΑΕΕ). Η αναλογία επίπτωσης ΟΕΜ ήταν 2,89 για την πρώτη εβδομάδα, 2,53 για τη δεύτερη και 1,60 για τις επόμενες δύο εβδομάδες από τη διάγνωση της λοίμωξης, ενώ για επίπτωση ισχαιμικού ΑΕΕ οι αντίστοιχη αναλογία ήταν 2,97, 2,80 και 2,10. Συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου χωρίς λοίμωξη SARS-CoV-2, η πιθανότητα εμφάνισης οξέος καρδιαγγειακού επεισοδίου ήταν περίπου τριπλάσια στους πάσχοντες από COVID-19 και, όταν συνυπολογίστηκε η ημέρα έκθεσης στον ιό (δηλαδή πριν την επίσημη διάγνωση), περίπου εξαπλάσια τις πρώτες 15 ημέρες από τη λοίμωξη. Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι η νόσος COVID-19 αποτελεί παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση ΟΕΜ και ισχαιμικού ΑΕΕ και προτείνουν εντατικό εμβολιασμό για την πρόληψη των επιπλοκών της νόσου.

 

(Katsoularis I, Fonseca-Rodríguez O, Paddy Farrington P, et al.    Lancet.   2021;398:599-607)

 

Λήψη στατίνης και θνητότητα από νόσο COVID-19

Ασθενείς υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου είναι υποψήφιοι για χορήγηση στατίνης, και παράλληλα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών από λοίμωξη με τον ιό SARS-CoV-2. Στην παρούσα μετα-ανάλυση αξιοποιήθηκαν δεδομένα από 22 αναδρομικές μελέτες παρατήρησης με στοιχεία για πάσχοντες από νόσο COVID-19 σε σχέση με τη λήψη ή μη-λήψη στατίνης. Σε σύνολο 41.807 συμμετεχόντων μέσης ηλικίας 56 ετών σε 10 μελέτες βρέθηκε αναλογία κινδύνου για θάνατο από νόσο COVID-19 0,65 σε χρήστες στατίνης έναντι μη-λήψης στατίνης. Σε 6 μελέτες αξιολογήθηκε η συνέχιση θεραπείας με στατίνη κατά τη νοσηλεία λόγω λοίμωξης από κορωνοϊό έναντι διακοπής και βρέθηκε ελάττωση του κινδύνου κατά 46%. Ο λόγος σχετικών πιθανοτήτων για θνητότητα από COVID-19 σε 72.881 άτομα μέσης ηλικίας 65 ετών με παράγοντες κινδύνου ήταν 0,65 υπέρ της λήψης στατίνης, χωρίς να επηρεάζεται από ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά ή τις συννοσηρότητες των συμμετεχόντων.  Συμπερασματικά, η χορήγηση στατίνης σχετίζεται με περίπου 35% ελάττωση της θνητότητας σε ασθενείς που νοσηλεύονται λόγω COVID-19.

 

(Kollias A, Kyriakoulis KG, Kyriakoulis IG, et al. Atherosclerosis.  2021;330:114-121)

Επίπεδα λιποπρωτεΐνης (α) και κλινικό όφελος από τη χορήγηση αναστολέα της PCSK9 σε ασθενείς με οριακή LDL

Σε ασθενείς υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου με LDL-χολ > 70 mg/dL παρά τη λήψη στατίνης προτείνεται η προσθήκη μη-στατινούχων υπολιπιδαιμικών φαρμάκων. Εντούτοις, δεν είναι γνωστό το μέγεθος του κλινικού οφέλους σε ασθενείς με τιμές LDL-χολ κοντά στα 70 mg/dL. Η αξιολόγηση των τιμών της λιποπρωτεΐνης (α) [Lp(a)] ενδεχομένως να επηρεάζει τον υπολειπόμενο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Αξιοποιώντας δεδομένα από τη μελέτη ODYSSEY OUTCOMES με χορήγηση του αναστολέα της PCSK9 αλιροκουμάμπη σε ασθενείς με ιστορικό οξέος στεφανιαίου συνδρόμου (ΟΣΣ), οι ερευνητές εντόπισαν 4.351 συμμετέχοντες με LDL-χολ < 70 mg/dL (μέση LDL-χολ=69,4 mg/dL). Ακολούθως, τους συνέκριναν με τους υπόλοιπους 14.573 συμμετέχοντες με LDL-χολ ≥ 70 mg/dL (μέση LDL-χολ =94 mg/dL), ανάλογα με τις τιμές της Lp(a) άνω ή κάτω από τη μέση τιμή των 13,7 mg/dL. Βρέθηκε ότι συμμετέχοντες με LDL-χολ ≥ 70 mg/dL εμφάνιζαν κλινικό όφελος από τη χορήγηση αλιροκουμάμπης σε επίπεδα Lp(a) > 13,7 mg/dL (ελάττωση κινδύνου κατά 18%) και σε Lp(a) ≤ 13,7 mg/dL (ελάττωση κινδύνου κατά 11%). Εντούτοις, σε ασθενείς με LDL-χολ < 70 mg/dL υπήρχε κλινικό όφελος μόνο σε επίπεδα Lp(a) > 13,7 mg/dL (ελάττωση κινδύνου κατά 32%). Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι σε ασθενείς με πρόσφατο ΟΣΣ και οριακή ρύθμιση της LDL-χολ με στατίνη η περαιτέρω ελάττωση της LDL-χολ προσφέρει ουσιαστικό κλινικό όφελος μόνο όταν τα επίπεδα της Lp(a) είναι έστω και ηπίως αυξημένα.
(Schwartz GG, Szarek M, Bittner VA, et al. J Am Coll Cardiol. 2021;78:421-433)

Ανεπιθύμητες ενέργειες χορήγησης στατινών στην πρωτογενή καρδιαγγειακή πρόληψη

Πρόκειται για μετα-ανάλυση 62 μελετών με χορήγηση στατινών σε πλαίσιο πρωτογενούς καρδιαγγειακής πρόληψης με στόχο την αξιολόγηση της εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών από τους μυς, το ήπαρ, τους νεφρούς και τους οφθαλμούς. Αξιολογήθηκαν δεδομένα από 120.456 συμμετέχοντες σε βάθος παρακολούθησης τετραετίας. Η χορήγηση στατινών σχετίσθηκε με αυξημένο κίνδυνο μυϊκών συμπτωμάτων κατά 6%, ηπατικής δυσλειτουργίας κατά 33%, νεφρικής δυσλειτουργίας κατά 14% και οφθαλμικών παθήσεων κατά 23%. Εντούτοις, δεν διαπιστώθηκε κλινικά τεκμηριωμένη μυοπάθεια ή σακχαρώδης διαβήτης. Συνολικά, η εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών δεν υπερέβαινε το κλινικό καρδιαγγειακό όφελος. Συνολικά δεν βρέθηκαν ουσιαστικές διαφορές στην εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών ανάλογα με το είδος και τη δοσολογία της στατίνης. Οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι στην πρωτογενή καρδιαγγειακή πρόληψη ο κίνδυνος εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών από χορήγηση στατίνης είναι χαμηλός και δεν υπερβαίνει το καρδιαγγειακό όφελος.

(Cai T, Abel L, Langford O, et al. BMJ. 2021;374:n1537. doi: 10.1136/bmj.n1537)