Μηνιαία Ενημέρωση Αυγούστου 2020

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής,
Π.Γ.Ν.«Αττικόν»

Λ. Ραλλίδης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

 

Αναστολή της ANGPTL3 και βελτίωση λιπιδαιμικών παραμέτρων σε πάσχοντες από ομόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία

Άτομα με γενετικώς καθορισμένα χαμηλά επίπεδα της πρωτεΐνης που μοιάζει με αγγειοποιητίνη 3 (Angiopoietin-like protein 3, ANGPTL3), εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα λιπιδίων και προστασία έναντι αθηρωματικής νόσου. Το νεώτερο φάρμακο evinacumab αποτελεί ένα μονοκλωνικό αντίσωμα έναντι της ANGPTL3 και στην παρούσα διπλά-τυφλή φάσης 3 μελέτη (ELIPSE HoFH) χορηγήθηκε σε 65 πάσχονες από ομόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία (Homozygous Familial Hypercholesterolemia, HoFH). Οι συμμετέχοντες στη μελέτη εμφάνιζαν πλήρη απουσία υποδοχέων για την LDL (γονιδιακός τύπος null-null) ή σοβαρά επηρεασμένη δραστικότητα των LDL υποδοχέων (τύπος non-null) και τυχαιοποιήθηκαν 2:1 σε μηνιαία χορήγηση evinacumab 15 mg/kg ή σε εικονικό φάρμακο. Αξιολογήθηκαν τα επίπεδα της LDL-χολ μετά από 24 εβδομάδες θεραπείας. Η αρχική LDL-χολ ήταν 255 mg/dl παρά τη χορήγηση υπολιπιδαιμικής φαρμακευτικής αγωγής. Η μεταβολή της LDL-χολ ήταν -47,1% στην ομάδα του evinacumab (ελάττωση κατά 132,1 mg/dl κατά μέσο όρο) και +1,9% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου. Συνολικά, η χορήγηση της evinacumab ελάττωσε τα επίπεδα της LDL-χολ κατά 49% συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο. Η εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν παρόμοια στις δύο ομάδες. Η ποσοστιαία ελάττωση της LDL-χολ ήταν συγκρίσιμη στις δύο ομάδες ασθενών με HoFH (43,4% στον γονιδιακό τύπο null-null και 49,1% στον γονιδιακό τύπο non-null). Οι ερευνητές καταλήγουν ότι η χορήγηση του αναστολέα της ANGPTL3, evinacumab σε ασθενείς με HoFH επιπρόσθετα της μέγιστης υπολιπιδαιμικής θεραπείας είναι αποτελεσματική στην περαιτέρω ελάττωση των επιπέδων της LDL-χολ.

(Raal FJ, Rosenson RS, Reeskamp LF, et al. N Engl J Med. 2020;383:711-720)

 

Αποτελεσματικότητα και ασφάλεια του μπεμπεδοϊκού οξέος σε πάσχοντες από δυσλιπιδαιμία

Το μπεμπεδοϊκό οξύ αποτελεί νεώτερο φάρμακο για την αντιμετώπιση της υπερλιπιδαιμίας. Στην παρούσα μετα-ανάλυση αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια του φαρμάκου. Αναλύθηκαν δεδομένα από 7 μελέτες με συνολικό αριθμό 2.767 συμμετεχόντων που έλαβαν θεραπεία με μπεμπεδοϊκό οξύ έναντι 1.469 ασθενών ως ομάδα ελέγχου. Συνολικά βρέθηκε ευνοϊκή επίδραση της θεραπείας στις λιπιδαιμικές παραμέτρους, με μέση ελάττωση της ολικής χοληστερόλης κατά 10,9% και της LDL-χολ κατά 17,5%, ενώ καταγράφηκε και ελάττωση των επιπέδων της hs-CRP κατά 13,2%. Τα αποτελέσματα ήταν συγκρίσιμα ανάμεσα σε ασθενείς που έλαβαν μπεμπεδοϊκό οξύ επιπρόσθετα σε μέγιστη ανεκτή υπολιπιδαιμική θεραπεία και σε αυτούς που εμφάνιζαν δυσανεξία σε στατίνες. Συμμετέχοντες που έλαβαν μπεμπεδοϊκό οξύ εμφάνιζαν μεγαλύτερα ποσοστά διακοπής της θεραπείας λόγω αύξησης των επιπέδων του ουρικού οξέος και εμφάνισης ουρικής αρθρίτιδας, αλλά λιγότερη συχνή νέα εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη.  Συμπερασματικά, το μπεμπεδοϊκό οξύ αποτελεί αποτελεσματική θεραπεία για τη βελτίωση των επιπέδων των λιπιδαιμικών παραμέτρων σε πάσχοντες από υπερλιπιδαιμία με αποδεκτό προφίλ ασφάλειας.

 

(Di Minno A, Lupoli R, Calcaterra I, et al.    J Am Heart Assoc.   2020;9:e016262)

 

Πάχος έσω-μέσου χιτώνα καρωτίδων ως αντιπροσωπευτικός δείκτης καρδιαγγειακού κινδύνου

Πρόκειται για μετα-ανάλυση με στόχο την ποσοτικοποίηση της σχέσης ανάμεσα στην επίδραση θεραπευτικών παρεμβάσεων που βελτιώνουν το πάχος του έσω-μέσου χιτώνα των καρωτίδων αρτηριών (carotid Intima-Media Thickness, cIMT) και την εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων. Αναλύθηκαν δεδομένα από 119 τυχαιοποιημένες μελέτες με συνολικά 100.667 συμμετέχοντες μέσης ηλικίας 62 ετών. Το cIMT εκτιμήθηκε ως η μέση τιμή των μετρήσεων στην κοινή καρωτίδα και επί απουσίας μέσης τιμής εκτιμήθηκε η μέγιστη τιμή. Σε μέση διάρκεια παρακολούθησης 3,7 ετών καταγράφηκαν συνολικά 12.038 μείζονα καρδιαγγειακά περιστατικά (καρδιαγγειακός θάνατος, έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, επέμβαση επαναιμάτωσης). Βρέθηκε ότι ελάττωση της προόδου του cIMT κατά 10 μm/έτος σχετιζόταν με ελάττωση του καρδιαγγειακού κινδύνου κατά 9%. Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι παρεμβάσεις που οδηγούν σε ελάττωση της προόδου του cIMT κατά 10, 20, 30, ή 40 μm/έτος ελαττώνουν τον κίνδυνο κατά 16%, 24%, 31% και 37% αντιστοίχως.  Συμπεραίνουν ότι η ευνοϊκή επίδραση θεραπευτικών παρεμβάσεων στην πρόοδο του cIMT συνάδει με το βαθμό της ελάττωσης του καρδιαγγειακού κινδύνου και προτείνουν τη μέτρηση του ως αντιπροσωπευτικό δείκτη καρδιαγγειακού κινδύνου σε κλινικές μελέτες.

 

(Willeit P, Lena Tschiderer L, Allara E, et al.    Circulation.  2020;142:621-642)

Επίπεδα λιποπρωτεΐνης (α) και κληρονομικό ιστορικό στην πρόβλεψη του καρδιαγγειακού κινδύνου

Τα αυξημένα επίπεδα της λιποπρωτεΐνης (α) [Lp(a)] και το κληρονομικό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου (family history, FHx) σχετίζονται με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Στην ανάλυση αυτή μελετήθηκε η ανεξάρτητη και η κοινή συσχέτιση αυτών των παραγόντων κινδύνου με την εμφάνιση αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου σε ασυμπτωματικά άτομα. Σε σύνολο 12.149 συμμετεχόντων στη μελέτη ARIC (Atherosclerosis Risk In Communities) με μέση ηλικία 54 ετών, καταγράφηκαν 3.144 καρδιαγγειακά επεισόδια σε παρακολούθηση 21 ετών. Το θετικό FHx και τα αυξημένα επίπεδα Lp(a) βρέθηκε ότι σχετίζονται ανεξάρτητα με αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου κατά 17% και 25% αντίστοιχα. Άτομα με αυξημένα επίπεδα Lp(a) και θετικό FHx είχαν το μεγαλύτερο κίνδυνο, αύξηση κατά 43% συγκριτικά με άτομα χωρίς κανέναν από αυτούς τους παράγοντες κινδύνου. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η παρουσία θετικού κληρονομικού ιστορικού για πρώιμη στεφανιαία νόσο και τα αυξημένα επίπεδα της Lp(a) επιφέρουν ανεξάρτητη, αλλά και αθροιστική αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου σε φαινομενικά υγιή άτομα και πιθανώς αποτελούν χρήσιμες πληροφορίες για λήψη θεραπευτικών αποφάσεων σε πλαίσιο πρωτογενούς καρδιαγγειακής πρόληψης. (Mehta A, Virani SS, Ayers CR, et al.  J Am Coll Cardiol.  2020;76:781-793)

Η επίδραση της θεραπείας με στατίνη στο πάχος του έσω-μέσου χιτώνα των καρωτίδων

Τυχαιοποιημένες μελέτες με στατίνες έχουν δείξει ευνοϊκή επίδραση της θεραπείας στο πάχος του έσω-μέσου χιτώνα (Intima-Media Thickness, IMT) των καρωτίδων αρτηριών σε βάθος τριετίας. Η μελέτη PIVUS (Prospective Investigation of the Vasculature in Uppsala Seniors) είναι μια μελέτη παρατήρησης με στόχο τη διερεύνηση της μακρόχρονης επίδρασης των στατινών στο ΙΜΤ στον πραγματικό πληθυσμό. Στη μελέτη συμμετείχαν 954 άτομα ηλικίας 70 ετών που παρακολουθήθηκαν σταθερά με υπερηχογράφημα καρωτίδων τρεις φορές σε βάθος 10ετίας. Στο σύνολο των συμμετεχόντων 503 δεν έλαβαν καθόλου αγωγή με στατίνη, ενώ 197 δεν ελάμβαναν στατίνη στην έναρξη της μελέτης, αλλά ξεκίνησαν αγωγή εντός της δεκαετίας παρακολούθησης. Οι ασθενείς που έλαβαν στατίνη εμφάνισαν ελάττωση των επιπέδων της LDL-χολ κατά 1,1 mmol/l κατά μέσο όρο. Βρέθηκε ότι οι ασθενείς που δεν έλαβαν στατίνη εμφάνιζαν διαχρονική αύξηση του ΙΜΤ, ενώ αυτοί που ξεκίνησαν τη λήψη στατίνης δεν είχαν στατιστικά σημαντική διαφορά στο ΙΜΤ.Εν κατακλείδι, η έναρξη αγωγής με στατίνη επιβραδύνει την αύξηση του ΙΜΤ των καρωτίδων που επέρχεται με την πρόοδο της ηλικίας.

(Lind L. Atherosclerosis. 2020;306:6-10)