Μηνιαία Ενημέρωση Οκτωβρίου 2018

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής,
Π.Γ.Ν.«Αττικόν»

Λ. Ραλλίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

Ι. Λεκάκης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

 

Συσχέτιση C-αντιδρώσας πρωτεΐνης και LDL-χολ με την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου

Πρόσφατα δεδομένα υποστηρίζουν τη συμμετοχή της φλεγμονής στον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου (ΚΑΝ) σε άτομα με καλά ρυθμισμένα επίπεδα λιπιδίων. Στην ανάλυση αυτή χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από 6.136 συμμετέχοντες στη μελέτη REGARDS (Reasons for Geographical and Racial Differences in Stroke study). Οι συμμετέχοντες ήταν ασθενείς υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου με εκτιμώμενο Framingham Coronary Risk Score ≥10% ή συνολικό αθηροσκληρωτικό καρδιαγγειακό κίνδυνο ≥7,5% και χωρίσθηκαν σε ομάδες ανάλογα με τα επίπεδα της LDL-χολ (με όριο τα 70 mg/dL) και της υψηλής ευαισθησίας C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (hs-CRP), με όριο τα 2 mg/L. Τελικό σημείο της μελέτης ήταν η εμφάνιση στεφανιαίας νόσου (ΣΝ), αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (ΑΕΕ) και θανάτου οποιασδήποτε αιτιολογίας. Φάνηκε ότι συμμετέχοντες με LDL-χολ ≥70 mg/dL και hs-CRP <2 mg/L είχαν χαμηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση ΑΕΕ κατά 31%, για εμφάνιση ΣΝ κατά 29% και για καρδιαγγειακή θνητότητα κατά 30% συγκριτικά με αυτούς που είχαν αυξημένη hs-CRP ≥2 mg/L. Αντίθετα, τα χαμηλά επίπεδα της LDL-χολ <70 mg/dL δε φάνηκε να συσχετίζονται με επιπλέον ελάττωση του κινδύνου σε άτομα με αυξημένη hs-CRP ≥2 mg/L, αλλά με αύξηση της ολικής θνησιμότητας κατά 37%. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι χαμηλά επιπεδα φλεγμονής όπως εκφράζονται από χαμηλή hs-CRP σχετίζονται με ελάττωση του καρδιαγγειακού κινδύνου στον πληθυσμό της μελέτης, ενώ χαμηλά επίπεδα LDL-χολ δεν φαίνεται να έχουν προστατευτικό ρόλο.

(Penson PE, Long DL, Howard G, et al. Eur Heart J. 2018;39:3641-3653)

 

Φυσική δραστηριότητα και θνησιμότητα σε υγιή άτομα

Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε η επίδραση της φυσικής δραστηριότητας, όπως αυτή εκτιμάται με καρδιοαναπνευστική δοκιμασία κοπώσεως, στην εμφάνιση θνησιμότητας από καρδιαγγειακά και κακοήθη νοσήματα. Συμμετείχαν 4.137 φαινομενικά υγιείς εθελοντές μέσης ηλικίας 43 ετών που υπεβλήθησαν σε καρδιοαναπνευστική δοκιμασία κοπώσεως και παρακολουθήθηκαν για 24 κατά μέσο όρο έτη. Η καρδιαγγειακή φυσική δραστηριότητα (χαμηλή, μέτρια, υψηλή) σχετίσθηκε με δείκτες θνησιμότητας. Κατά την παρακολούθηση των συμμετεχόντων σημειώθηκαν 727 θάνατοι. Υψηλή καρδιαγγειακή φυσική δραστηριότητα συνδεόταν με χαμηλότερη θνησιμότητα, ενώ αντίθετα χαμηλή επίδοση στην καρδιοαναπνευστική δοκιμασία κόπωσης σχετίσθηκε με αύξηση της συνόλου των θανάτων, των καρδιαγγειακών θανάτων και των θανάτων από κακοήθεια (αναλογία κινδύνου 1,73, 2,27 και 2,07 αντίστοιχα). Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι η καρδιαγγειακή φυσική δραστηριότητα επηρεάζει τη θνησιμότητα και προτείνουν μελέτη με καρδιοαναπνευστική δοκιμασία κόπωσης ως εργαλείο διαστρωμάτωσης καρδιαγγειακού κινδύνου σε υγιή άτομα.

(Imboden MT, Harber MP, Whaley MH, et al. J Am Coll Cardiol. 2018;72:2283-2292)

Αρτηριακή πίεση και περιφερική αρτηριακή νόσος

Η αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης (ΑΥ) σε πάσχοντες από περιφερική αρτηριακή νόσο (ΠΑΝ) σχετίζεται με βελτίωση της καρδιακής νοσηρότητας, αλλά η επίδραση της ελάττωσης της αρτηριακής πίεσης (ΑΠ) στην εμφάνιση κλινικών επεισοδίων της ΠΑΝ δεν έχει μελετηθεί. Χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από ασθενείς της μελέτης ALLHAT (Antihypertensive and Lipid-Lowering Treatment to Prevent Heart Attack Trial) με τελικό σημείο την πρώτη εμφάνιση κλινικού επεισοδίου από τα περιφερικά αγγεία (νοσηλεία, παρεμβάσεις, φαρμακευτική θεραπεία, ή θάνατος σχετιζόμενος με ΠΑΝ). Συμμετείχαν 33.357 ασθενείς μέσης ηλικίας 67,4 ετών που ομαδοποιήθηκαν ανάλογα με τα επίπεδα της ΑΠ. Ποσοστό 4,5% εμφάνισε επεισόδιο ΠΑΝ και ποσοστό 12,4% πέθαναν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης. Χαμηλή συστολική ΑΠ (< 120 mmHg) σχετίσθηκε με αύξηση του τελικού σημείου κατά 26%, ενώ υψηλή συστολική ΑΠ (≥160 mmHg) με αύξηση κατά 21% συγκριτικά με την «ιδανική» συστολική ΑΠ (120-129 mmHg). Επιπλέον, η χαμηλή, αλλά όχι η υψηλή, διαστολική ΑΠ (<60 mmHg) σχετιζόταν με 72% αύξηση του κινδύνου για επεισόδιο από τα περιφερικά αγγεία. Συμπερασματικά, βρέθηκε αύξηση των κλινικών επεισοδίων από τις περιφερικές αρτηρίες σε πάσχοντες από ΠΑΝ με χαμηλά και υψηλά επίπεδα συστολικής ΑΠ και χαμηλά επίπεδα διαστολικής ΑΠ, γεγονός που ενδεχομένως επηρεάζει τα επίπεδα-στόχο της αντιυπερτασικής αγωγής σε αυτήν την ομάδα ασθενών.

(Itoga NK, Tawfik DS, Lee CK, et al. Circulation. 2018;138:1805-1814)

Ασπιρίνη στην πρωτογενή πρόληψη καρδιαγγειακών επεισοδίων

Η ARRIVE είναι μια διπλά-τυφλή τυχαιοποιημένη πολυκεντρική μελέτη που αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της ασπιρίνης σε μεσήλικες ασθενείς ενδιαμέσου καρδιαγγειακού κινδύνου. Συμμετείχαν 12.546 ασθενείς χωρίς ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη ή υψηλό κίνδυνο αιμορραγίας από το πεπτικό, που τυχαιοποιήθηκαν στη λήψη 100 mg ασπιρίνης ή εικονικό φάρμακο παράλληλα με τη λοιπή φαρμακευτική αγωγή. Πρωταρχικό τελικό σημείο της μελέτης ήταν το σύμπλοκο καρδιαγγειακού θανάτου, εμφράγματος μυοκαρδίου, ασταθούς στηθάγχης, παροδικού ή μόνιμου ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Μετά από μέση διάρκεια παρακολούθησης 60 μηνών δεν διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στο πρωταρχικό τελικό σημείο, ενώ ασθενείς που έλαβαν ασπιρίνη εμφάνιζαν αυξημένο κίνδυνο αιμορραγίας πεπτικού, συνήθως ήπιας βαρύτητας (αναλογία κινδύνου 2,11). Δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά σε άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες από τη θεραπεία, ενώ η συνολική θνησιμότητα ήταν χαμηλή (2,55% και 2,57% στην ομάδα της ασπιρίνης και του εικονικού φαρμάκου αντίστοιχα). Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η ασπιρίνη δεν επηρεάζει ευνοϊκά την καρδιαγγειακή πρόγνωση των ενδιαμέσου κινδύνου ασθενών της μελέτης, αν και σχολιάζουν ότι η θνησιμότητα που βρέθηκε ήταν αντίστοιχη με πληθυσμό χαμηλού καρδιαγγειακού κινδύνου.

(Gaziano JM, Brotons C, Coppolecchia R, et al. Lancet. 2018;392:1036-1046)

Εβολοκουμάμπη και σύσταση αθηρωματικής πλάκαςΗ προσθήκη του αναστολέα της PCSK-9 εβολοκουμάμπη σε θεραπεία με στατίνη προκαλεί υποστροφή της αθηροσκλήρωσης των στεφανιαίων αρτηριών. Στην παρούσα ανάλυση αξιολογήθηκε η επίδραση της εβολοκουμάμπης στη σύσταση της στεφανιαίας αθηρωματικής πλάκας. Συμμετείχαν 968 ασθενείς υπό θεραπεία με στατίνη που τυχαιοποιήθηκαν σε εβολοκουμάμπη (420 mg μηνιαίως) ή εικονικό φάρμακο και υπεβλήθησαν σε ενδοστεφανιαίο υπερηχογράφημα πριν τη θεραπεία και μετά από 76 εβδομάδες. Οι ασθενείς στην ομάδα της εβολοκουμάμπης είχαν χαμηλότερη LDL-χολ συγκριτικά με τους ασθενείς υπό μονοθεραπεία με στατίνη (33,5 mg/dL έναντι 89,9 mg/dL, p < 0,0001). Αν και εμφανίσθηκε βελτίωση στον ποσοστιαίο και στον συνολικό όγκο της αθηρωματικής πλάκας, δε βρέθηκε διαφορά στο ασβέστιο, στον ινώδη, στον ινολιπώδη και στο νεκρωτικό όγκο της πλάκας. Διαπιστώθηκε αντίστροφη συσχέτιση ανάμεσα στην ασβέστωση της πλάκας και τα επίπεδα της LDL-χολ. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η προσθήκη εβολοκουμάμπης σε θεραπεία με στατίνη δεν οδηγεί σε μεταβολή της σύστασης της αθηρωματικής πλάκας των στεφανιαίων αρτηριών και εκτιμούν ότι η εικονική ιστολογία δεν προσφέρει επιπλέον πληροφορία πέραν της μέτρησης του αθηρωματικού φορτίου.

(Nicholls SJ, Puri R, Anderson T, et al. J Am Coll Cardiol. 2018;72:2012-2021)