Μηνιαία Ενημέρωση Ιουλίου 2018

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος,
Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής,
Π.Γ.Ν.«Αττικόν»

Λ. Ραλλίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

Ι. Λεκάκης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

 

Καρδιαγγειακός κίνδυνος από αυξημένη λιποπρωτεΐνη (α) σε συνδυασμό με χαμηλή LDL-χολ

Τα αυξημένα επίπεδα της λιποπρωτεΐνης (α) [Lp(a)] αποτελούν παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου, έχει όμως προταθεί ότι κινδυνεύουν κυρίως ατομα με αυξημένα επίπεδα LDL-χολ. Στην παρούσα ανάλυση αξιολογήθηκαν δεδομένα από 16.654 συμμετέχοντες στην προοπτική πληθυσμιακή μελέτη EPIC-Norfolk και από 9.448 συμμετέχοντες της μελέτης Copenhagen City Heart Study με στόχο να ελεγχθεί η επίδραση της Lp(a) ανάλογα με τα επίπεδα της LDL-χολ. Οι συμμετέχοντες στην ανάλυση κατηγοριοποιήθηκαν ανάλογα με τα επίπεδα της LDL-χολ (2,5, 3,5, 4,5, and 5,5 mmol/L, αντίστοιχα περίπου 100, 140, 180 και 220 mg/dL) και εκτιμήθηκε η διορθωμένη LDL-χολ (LDL-Ccorr), δηλ. η LDL-χολ μετά την αφαίρεση της χοληστερόλης που περιέχεται στην Lp(a). Άτομα με επίπεδα Lp(a)<80o εκατοστημόριο και LDL-Ccorr<100 mg/dL θεωρήθηκαν ο πληθυσμός αναφοράς. Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι άτομα με επίπεδα Lp(a)>80o εκατοστημόριο είχαν αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο εφόσον η αρχική LDL-Ccorr ήταν ≥100 mg/dL. Αντίθετα, στους συμμετέχοντες με αρχική LDL-Ccorr<100 mg/dL η επίδραση των επιπέδων της Lp(a) στον καρδιαγγειακό κίνδυνο εξασθενούσε. Στην ανάλυση δεν φάνηκε συσχέτιση ανάμεσα στα επίπεδα της Lp(a) και της LDL-Ccorr, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι δύο παράμετροι είναι ανεξάρτητοι παράγοντες κινδύνου. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι σε πλαίσιο πρωτογενούς πρόληψης τα επίπεδα της Lp(a) σχετίζονται με αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου εφόσον η LDL-χολ είναι > 100 mg/dL.

(Verbeek R, Hoogeveen RM, Langsted A, et al. Eur Heart J. 2018;39:2589-2596)

 

Λιποπρωτεΐνη (α) και καρδιαγγειακός κίνδυνος στις γυναίκες

Πρόκειται για ανάλυση δεδομένων από τρεις μελέτες σχετικά με την κλινική χρησιμότητα των επιπέδων της λιποπρωτεΐνης (α) [Lp(a)] στην πρόβλεψη καρδιαγγειακού κινδύνου σε γυναίκες. Τα δεδομένα από 24.558 γυναίκες της μελέτης Women’s Health Study έδειξαν αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου για επίπεδα  Lp(a) >50 mg/dL, αλλά μόνο ανάμεσα στις ασθενείς που είχαν χοληστερόλη >220 mg/dL. Σε ένα μικρότερο δείγμα ασθενών από τη μελέτη παρατήρησης Women’s Health Initiative (n = 1.815) δε φάνηκε στατιστικά σημαντική επαναδιαστρωμάτωση κινδύνου των ασθενών βάσει των επιπέδων της Lp(a). Αντίθετα η ανάλυση των δεδομένων από 2.569 γυναίκες και 5.161 άνδρες συμμετέχοντες στη μελέτη JUPITER έδειξε ότι υπήρχε σημαντική συσχέτιση των επιπέδων της Lp(a) με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο στους άνδρες ακόμη και για χαμηλά επίπεδα ολικής χοληστερόλης. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η ανάλυση δεδομένων από 3 μελέτες καταδεικνύει συσχέτιση των επιπέδων της Lp(a) με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο μόνο σε γυναίκες που έχουν αυξημένα επίπεδα ολικής χοληστερόλης.

(Cook NR, Mora S, Ridker PM. J Am Coll Cardiol. 2018;72:287-296)

Φλεγμονή και καρδιαγγειακός κίνδυνος στη μελέτη FOURIER

Στην ανάλυση αυτή από τη μελέτη FOURIER αξιολογήθηκε η επίδραση της φλεγμονής στην κλινική αποτελεσματικότητα της εβολοκουμάμπης. Σε σύνολο 27.564 συμμετεχόντων έγινε διαστρωμάτωση βάσει των αρχικών επιπέδων της υψηλής ευαισθησίας C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (hsCRP) (<1, 1-3, and >3 mg/L). Ποσοστό 29% των ασθενών είχαν αρχική hsCRP<1 mg/L, 41% είχαν hsCRP 1 έως 3 mg/L, και 30% είχαν hsCRP >3 mg/L. Η θεραπεία με εβολοκουμάμπη δεν είχε ουσιαστική επίδραση στα επίπεδα της hsCRP. Στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου ασθενείς με αυξημένα επίπεδα hsCRP εμφάνιζαν μεγαλύτερο ποσοστό εμφάνισης του πρωταρχικού τελικού σημείου (καρδιαγγειακός θάνατος, έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο) στην τριετία. Η ελάττωση του σχετικού κινδύνου με τη θεραπεία ήταν σταθερή για ασθενείς με διαφορετικά επίπεδα hsCRP, ενώ η ελάττωση του απόλυτου κινδύνου για το πρωταρχικό τελικό σημείο ήταν μεγαλύτερη σε ασθενείς με αυξημένες τιμές hsCRP: 1,6%, 1,8% και 2,6% για επίπεδα hsCRP <1, 1-3, and >3 mg/L αντίστοιχα. Η hsCRP και η LDL-χολ φάνηκε ότι αποτελούν ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου για το πρωταρχικό τελικό σημείο. Συμπερασματικά, η ελάττωση της LDL-χολ με την εβολοκουμάμπη οδηγεί σε μείωση του σχετικού κινδύνου σε όλα τα επίπεδα φλεγμονής και σε μεγαλύτερη ελάττωση του απόλυτου κινδύνου σε ασθενείς με αυξημένα αρχικά επίπεδα hsCRP.

(Bohula EA, Giugliano RP, Leiter LA, et al. Circulation. 2018;138:131-140)

Ανεπιθύμητες ενέργειες των στατινών

Η αντίληψη που υπάρχει για τις ανεπιθύμητες ενέργειες από τη λήψη στατινών διαφέρει από τις ενδείξεις που υπάρχουν από μελέτες. Στην παρούσα ανάλυση έγινε ανασκόπηση της βιβλιογραφίας από το 2000 έως το 2017 και κατηγοριοποίηση των ανεπιθύμητων ενεργειών με συμφωνία ειδικών. Η θεραπεία με στατίνη φάνηκε ότι σχετίζεται με μέτρια αύξηση της εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ), κυρίως σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο ή προδιαβήτη, κατά 1:1000 ανθρωπο-έτη. Δε βρέθηκε συσχέτιση της θεραπείας με την εμφάνιση νεφρικής δυσλειτουργίας, καταρράκτη ή εμφάνιση γνωσιακών διαταραχών, ακόμη και σε πολύ χαμηλά επίπεδα LDL-χολ. Παροδική, μη-σημαντική κλινικά αύξηση των ηπατικών ενζύμων βρέθηκε σε ποσοστό 0,5-2% των υπό θεραπεία ασθενών. Τέλος, δεν υπάρχει απόδειξη για αυξημένο κίνδυνο αιμορραγικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου σε ασθενείς χωρίς ιστορικό αγγειακής εγκεφαλικής νόσου. Στην παρούσα ανάλυση δεν αξιολογήθηκε η εμφάνιση μυοπάθειας από στατίνες που αναλύθηκε σε προηγούμενη δημοσίευση ειδικών. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η μακροχρόνια χορήγηση στατινών είναι ασφαλής με μικρό ποσοστό κλινικά σημαντικών ανεπιθύμητων ενεργειών.

(Mach F, Ray KK, Wiklund O, et al. Eur Heart J. 2018;39:2526-2539)

Συσχέτιση ασβέστωσης στεφανιαίων με αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο στη δεκαετίαΗ εμφάνιση ασβέστωσης των στεφανιαίων αρτηριών (Coronary Artery Calcium, CAC) έχει προβλεπτική αξία στην εμφάνιση κλινικών επεισοδίων, αλλά στις περισσότερες μελέτες αξιολογήθηκαν επιπλοκές από την καρδιά και όχι αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου συνολικά (συμπεριλαμβανομένου της εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, ΑΕΕ). Στην παρούσα ανάλυση δεδομένων από τη μελέτη MESA (multi-ethnic study of atherosclerosis) αξιολογήθηκαν στοιχεία από 6.184 συμμετέχοντες ηλικίας 45-84 ετών, χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο. Μετά από παρακολούθηση 11,1 ετών καταγράφηκαν επεισόδια αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου σε ποσοστό 7,4%. Το ποσοστό εμφάνισης επεισοδίων στη δεκαετία ήταν 1,3% έως 5,6% στους συμμετέχοντες με CAC = 0 μονάδες Agatston και κυμαινόταν από 13,1% έως 25,6% στους συμμετέχοντες με CAC > 300 μονάδες Agatston, ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και την εθνότητα. Όλοι οι συμμετέχοντες με CAC >100 μονάδες Agatston εμφάνιζαν κίνδυνο >7,5% στη δεκαετία ανεξάρτητα από τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά. Συνοψίζοντας, η παρουσία ασβέστωσης των στεφανιαίων αρτηριών σχετίζεται σημαντικά με την εμφάνιση αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου στη δεκαετία, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες κινδύνου. Άτομα με CAC > 100 μονάδες Agatston εμφανίζουν σταθερό κίνδυνο > 7,5% και αυτό το όριο θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ουδός στο πλαίσιο πρωτογενούς πρόληψης.

(Budoff MJ, Young R, Burke G, et al. Eur Heart J. 2018;39:2401-2408)